Η πλήξη δεν είναι μια από τις πιο καλοδεχούμενες διαθέσεις, και λόγω της σχέσης της με άλλες ακόμα λιγότερο ευπρόσδεκτες ψυχικές καταστάσεις. Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις, και ειδικά στα παιδιά, η πλήξη μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση δημιουργικότητας. Τρία βιβλία, από την πρόσφατη και παλαιότερη εκδοτική παραγωγή, αποτυπώνουν διαφορετικές όψεις αυτής της συχνά παρεξηγημένης διάθεσης.
Τα περισσότερα παιδιά, αλλά και ενήλικες, βιώνουν την πλήξη σχεδόν ως μια ήπια σωματική δυσφορία. Η πλήξη γίνεται αντιληπτή ως ένα κενό που όσο παρατείνεται φαίνεται να θρέφεται από την ίδια της την πρώτη ύλη, δηλαδή από ένα συνεχώς διογκούμενο «τίποτα». Όσο η πλήξη βαθαίνει, μειώνονται αναλόγως οι αντιστάσεις μας και μαζί τους η αίσθηση ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από το τέλμα. Από ένα σημείο και μετά, η πλήξη μετατρέπεται σε δυσθυμία ή ακόμα και σε υπνηλία, δηλαδή στη «λογική» κατάληξη της αδράνειάς μας.
Η πλήξη είναι, ωστόσο, περισσότερο διανοητική και ψυχική αδράνεια παρά σωματική. Το «βαριέμαι» είναι μια έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πράγματα που έχει το πρόσωπο της σωματικής κόπωσης: περιφερόμαστε άσκοπα από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ίσως με τα χέρια στις τσέπες, ξαπλώνουμε σε καναπέδες και καρέκλες περιμένοντας σαν θεατές του εαυτού μας μια αλλαγή διάθεσης, πατάμε άβουλα το τηλεκοντρόλ, βρίσκουμε προσωρινή θαλπωρή σε ακόμα μια τακτοποίηση των αρχείων του υπολογιστή. Η πλήξη είναι επίσης εποχιακή. Εμφανίζεται συνήθως στην πιο ανίατη μορφή της μετά από γλέντια, γιορτές, εορταστικές περιόδους ή τα κυριακάτικα απογεύματα, όταν τα παιδιά προσπαθούν να συμφιλιωθούν με το αναπότρεπτο της σχολικής Δευτέρας και οι μεγάλοι αντιστέκονται μάταια σε μια μελαγχολία που προέρχεται από το μακρινό, μπορεί και σχολικό, παρελθόν.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της πλήξης, ίσως το κυριότερο, είναι ότι μας καλεί να τη δεχτούμε με τους δικούς της όρους, βάζοντάς μας σε μια κατάσταση που μοιάζει με αναμονή. Η απαλλαγή από τα δεσμά της έρχεται σχεδόν ερήμην μας, από μια τυχαία ενασχόληση με κάτι που σταδιακά αποκτά ενδιαφέρον, ίσως και μέσα από δαιδαλώδεις συσχετισμούς σκέψεων, σαν κάποια μακρινά αντικείμενα που γίνονται πιο ορατά αν στρέψουμε αλλού το βλέμμα μας. Εδώ βρίσκεται και η αξία της πλήξης, στη δυνατότητα να ανανεώνει το ενδιαφέρον για τον κόσμο και να τροφοδοτεί, μέσα από την αργία του νου, την επινοητικότητα.
Στο βιβλίο του Μοράβια η πλήξη εμφανίζεται όχι μόνο ως κινούμενη άμμος στην οποία ο Ντίνο βυθίζεται ακριβώς εξαιτίας των προσπαθειών απεγκλωβισμού του, αλλά και ως συνειδητοποίηση ότι ήταν πάντα βυθισμένος σε αυτή τη ψυχική κατάσταση «ατέλειας» και απόστασης από την πραγματικότητα. Μέσα σε αυτόν τον «χειμώνα» της πλήξης εμφανίζεται η Σεσίλια, στο πρόσωπο της οποίας ο Ντίνο βλέπει μια δυνατότητα επανασύνδεσής του με τον κόσμο. Έχοντας ωστόσο μεταβολίσει την κάθε συναισθηματική του κατάσταση σε υπεραναλυτικό και ενίοτε αυτοακυρωτικό περιγραφικό λόγο, η σύνδεση παίρνει την μορφή μιας εμμονικής ζήλιας και κτητικότητας. Όμως, μεταξύ της απόστασης από τα πράγματα και της ασφυκτικής εγγύτητας του πάθους, τα αντικείμενα που παρατηρεί ο Ντίνο αποκτούν το απόκοσμο φέγγος ενός σύμπαντος που ανασυγκροτείται μέσα στη σκέψη που πασχίζει να προσδώσει υπόσταση στα πράγματα.
Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή και συγγραφέα Adam Phillips, στα παιδιά η πλήξη αποτελεί εύφορο έδαφος για την επιθυμία και το ενδιαφέρον για τα πράγματα, καθιστώντας την ίδια την ικανότητα να πλήττουμε σημαντικό εξελικτικό κατόρθωμα. Όμως, γράφει ο Phillips, στον κόσμο των ενηλίκων η πλήξη των παιδιών αντιμετωπίζεται ως κάτι το ανεπιθύμητο, ως εμπόδιο το οποίο υποτίθεται ότι τα αποκόπτει από τα ερεθίσματα που οι γονείς θεωρούν ότι οφείλουν να παρέχουν συνεχώς στα παιδιά τους. Πρόκειται όμως για μια αντίληψη την οποία ο Phillips χαρακτηρίζει καταπιεστική, διότι δεν επιτρέπει στα παιδιά να ανακαλύψουν αυτό που πραγματικά τους ενδιαφέρει μέσα από μια διαδικασία όπου οδηγούνται, σε συνθήκες ψυχικής νηνεμίας, σε όσα πραγματικά τους κεντρίζουν την προσοχή. Προσαρμόζοντας τη σκέψη στα σημερινά δεδομένα, είναι εύκολο αν δούμε ότι μεταξύ των εχθρών αυτής της δημιουργικής και αναστοχαστικής απραξίας είναι τα ηλεκτρονικά γκάτζετ και παιχνίδια που διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής παιδικής ψυχαγωγίας. Αποτελεί αξιοσημείωτη ειρωνεία ότι ορισμένοι από τους πλέον επιφανείς σχεδιαστές και δημιουργούς τέτοιων προϊόντων προτιμούν να κρατούν τα παιδιά τους μακριά από την υψηλή τεχνολογία.
Το παιδικό βιβλίο «Τι χαρά, Άλφονς!» της Gunilla Bergström ξεκινά χωρίς περιστροφές στην καρδιά του όλου ζητήματος δηλαδή στο δημιουργικό σπόρο που μπορεί να κρύβει η πλήξη. Στην πρώτη κιόλας σελίδα βρίσκουμε τον πρωταγωνιστή και τον μπαμπά του να κάθονται δίπλα σε ένα μαραμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο (το οποίο στην περιπαιχτική εικονογράφηση της Bergström μοιάζει με καμένο σπίρτο), με τη σκέψη της αυριανής μέρας του σχολείου και της δουλειάς αντίστοιχα να βαραίνουν ανυπόφορα τη διάθεσή τους. Όμως στη λιτή και εύστοχη ιστορία, την οποία εικονογραφεί η ίδια η συγγραφέας, η διάθεση αλλάζει από τη γιαγιά του Άλφονς που με ακλόνητη λογική θα ισχυριστεί ότι «τα βαρετά πράγματα υπάρχουν για να καταλαβαίνουμε τη διαφορά από τα διασκεδαστικά που ακολουθούν».