Ο τίτλος αντιστοιχεί σε ένα στοίχημα που έχει μπει εδώ και αρκετό καιρό, το οποίο όμως για να απαντηθεί, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια. Για την ώρα οι, κατά βάση γαλλικές, διεθνείς ποικιλίες που άρχισαν να καλλιεργούνται στην Ελλάδα εδώ και μερικές δεκαετίες, αποδείχτηκαν πολύτιμος παίχτης για την ελληνική αγορά. Λειτούργησαν σαν ένα φυσικό εμπόδιο που την κατάλληλη στιγμή, με την παρουσία του, κατάφερε να αποτρέψει την αθρόα εισβολή των ξένων κρασιών στην Ελληνική αγορά. Στις αρχές της δεκαετίας του 90, με την απότομη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ο Έλληνας άρχισε να έχει την δυνατότητα να αγοράσει και να γευτεί ακριβότερα και πιο «φανταχτερά» κρασιά. Λίγο η ανάπτυξη της οινοφιλίας, λίγο η τάση για επίδειξη και η ξενομανία, άρχισαν να ανοίγουν πόρτες. Το φυσικό θα ήταν μια καταναλωτική στροφή σε Γαλλικά και (λίγο αργότερα) σε Νεοκοσμίτικα κρασιά. Άλλα γιατί να το κάνει αυτό όταν στα χρήματα που ήταν διατεθειμένος να δώσει ( 5- 10 φορές πιο πολλά από την ρετσίνα που αγόραζε μέχρι τότε ) έβρισκε ελληνικά από εξωτικές ποικιλίες με αύρα Ευρώπης και κοσμπολιτισμού. Στην ελληνική αγορά είχαν ήδη εμφανιστεί κρασιά από ξένες ποικιλίες χάρη σε παραγωγούς, όπως ο Χατζημιχάλης, ο Λαζαρίδης και άλλοι. Ταυτόχρονα το ελληνικό κρασί είχε κάνει το ποιοτικό άλμα που χρειαζόταν, με αποτέλεσμα εκτός από το Ξινόμαυρο του Μπουτάρη να προτείνονται και αρκετά άλλα κρασιά με βάση τις ελληνικές ποικιλίες όπως ο Ροδίτης (π.χ. Ασπρολίθι), το Αγιωργίτικο (Κτήμα Παπαϊωάννου), το Ασύρτικο (Γαία), κλπ.
Σήμερα τα πράγματα έχουν ηρεμήσει κυρίως λόγω των οικονομικών συνθηκών. Τα ακριβά εισαγόμενα κρασιά βρίσκονται σε υποχώρηση ενώ αντίθετα τα διαμαντάκια από τις ελληνικές ποικιλίες δείχνουν να αντιστέκονται χάρη στον τουρισμό και τις εξαγωγές. Το κομβικό πλέον σημείο της επιβίωσης των ελλήνων οινοποιών είναι οι εξαγωγές ιδιαίτερα κρασιών από ελληνικές ποικιλίες. Έχει γίνει φανερό ότι είναι σχετικά εύκολο να πουληθεί στο εξωτερικό μια Σαντορίνη στα 10 ευρώ, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο για ένα ελληνικό Chardonnay. Αυτό είναι φυσικό, αφού στα ιδία χρήματα η ξένη αγορά μπορεί να προτείνει αν όχι πάντα καλύτερα, σίγουρα όμως επαρκούς ποιότητας Chardonnay γαλλικής, χιλιανής κλπ. προέλευσης. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί όταν η πρόταση αναφέρεται στο Ασύρτικο.
Μια πολύ πιθανή πρόβλεψη είναι ότι, αντίθετα με το ρεύμα των καιρών και την παγκοσμιοποίηση, θα έχουμε μια υποχώρηση της δυναστείας των 5 διεθνών ποικιλιών (Cabernet, Merlot, Syrah Chardonnay και Sauvignon blanc) και οι προσωρινά ταπεινές τοπικές ποικιλίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας θα πάρουν την εκδίκηση τους. Αφού καταναλωθούν μερικοί ακόμα τόνοι κρασιών νεοκοσμίτικων διαστάσεων κάθε πιθανής προέλευσης, φορτωμένων με τανίνες και αλκοόλη το κρασί από τοπικές γνωστές ή λιγότερο γνωστές ποικιλίες θα διεκδικήσει με αξιώσεις μια θέση ισχυρού παίκτη στο οινικό στερέωμα. Λευκές ποικιλίες, όπως η Βηλάνα, η Ρομπόλα και το Σαββατιανό ή ερυθρές όπως η Μανδηλαριά και το Ρωμέικο θα ορθώσουν το ανάστημα τους και θα διεκδικήσουν τη συμμέτοχη τους δίπλα στο Ασσύρτικο, το Ξινόμαυρο και το Αγιωργίτικο. Είμαστε αναγκασμένοι να πετύχουμε γιατί η ελληνική γη μας έχει προικίσει με ιστορικούς αμπελουργικούς θησαυρούς. Ανάμεσα στις μη διαδομένες ελληνικές ποικιλίες είναι πια σίγουρο ότι πολλές διαθέτουν εξαιρετικό δυναμικό. Το είδα πρόσφατα δοκιμάζοντας κόκκινα παλιωμένα κρασιά από ποικιλίες όπως η Παρδάλα και η Μαύρη φιδιά που πρακτικά δεν φτάνουν (ακόμη) στο μπουκάλι του καταναλωτή. Δεν πρόκειται για πατριωτικό κήρυγμα αλλά για μια απλή παρατήρηση της κίνησης των παγκόσμιων πωλήσεων. Το κρασί είναι το μοναδικό προϊόν που καταφέρνει να αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση και να μην έχει ήδη συγκεντρωθεί στα χεριά μονοπωλιακών αγορών όπως συμβαίνει με το αλκοόλ. Δέστε πόσο ανιαρός έχει καταντήσει ο παλιός υπέροχος κόσμος της αλκοόλης. Δυο μάρκες ουίσκι και μια ρούμι έχουν κυριαρχήσει παγκοσμίως. Μόνον το κονιάκ (και αυτό προϊόν του κρασιού) έχει καταφέρει να ξεφύγει από την παγίδα και παραμένει ένα προϊόν με διασπορά, που του δίνει γευστικό ενδιαφέρον. Αφού αντιστάθηκαν με επιτυχία στην επίθεση του Καμπερνέ, οι κατά τόπους γηγενείς ποίκιλες της γηραιάς ηπείρου σηκώνουν κεφάλι, αναζητούν αναγνώριση και ψάχνουν τρόπους για να κερδίσουν τους οινόφιλους.
Ευτυχώς για εμάς η ελληνική αμπελουργία και η καλλιέργεια γηγενών ποικιλιών παραμένει αλώβητη. Ενώ στην Ιταλία ο μισός χώρος έχει καταληφτεί από ξένες (για την Ιταλία) ποικιλίες η Ελλάδα έχει παραμείνει αλώβητη κατά το 90 %. Φυσικά και πρέπει να θα εξακολουθούμε να καλλιεργούμε και να φυτεύουμε Καμπερνέ και Σοβινιόν ως ισοζύγιο πιθανών εισαγωγών. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η μελέτη των δυνατοτήτων των γηγενών ποικιλιών (όταν αυτή γίνει συστηματικά) θα δώσει νέα ώθηση στην καλλιέργεια και θα αναδείξει αρετές που με τη σειρά τους θα φέρουν στο προσκήνιο νέους πρωταγωνιστές. Έτσι, ενώ το άστρο της Δράμας που μεσουράνησε στη δεκαετία του 2000 βασισμένο στις ξένες ποικιλίες σταδιακά είτε θα μετασχηματίζεται είτε θα παραμένει στάσιμο σε άλλες περιοχές με παραδοσιακή αμπελοκαλλιέργεια και Ελληνικού προσανατολισμού ποικιλιακές ιδιαιτερότητές, θα φυσάει ένας νέος αέρας. Αυτός της ανάπτυξης και της καταξίωσης του Ελληνικού κρασιού που βασίζεται στις αυτόχθονες ποικιλίες, οι οποίες μπορεί να μην κέρδισαν την πρώτη μάχη, σίγουρα όμως θα κερδίσουν τον πόλεμο.