Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνει διεθνή καριέρα το Ελληνικό κρασί; «Μα φυσικά» θα απαντήσετε «φέρνοντας τον ξένο καταναλωτή σε επαφή με αυτό με τρόπο που να τον κάνει όχι μόνο να το αξιολογήσει θετικά άλλα και να απομνημονεύσει την απόλαυση που μπορεί να του προσφέρει». Προφανώς θα συμφωνήσω μαζί σας και θα συμπληρώσω ότι ο καταλληλότερος και πιο αποτελεσματικός χρόνος γι’ αυτό είναι η περίοδος των διακοπών και η εκμετάλλευση της παραμονής του ξένου επισκέπτη στη χώρα μας. Απλή λογική την οποία όπως προκύπτει από τα γεγονότα στερούμεθα παντελώς. «Στερούμεθα» έγραψα; Λάθος. Στερούνται κατά κύριο λόγο οι ασχολούμενοι με την εστίαση σε όλες σχεδόν της περιοχές της χώρας που παρουσιάζουν τουριστικό ενδιαφέρον και προσελκύουν την τόσο απαραίτητη για τα οικονομικά μας αλλοδαπή πελατεία.
Ας δώσουμε ένα δείγμα γραφής κατ’ αρχάς για τον τρόπο που σκέπτονται και για το τι πράττουν οι «κουτοφράγκοι» επαγγελματίες στις χώρες τους. Ας δούμε ένα παράδειγμα: Ένα τυχαίο εστιατόριο στο Μπορντό αξιοπρεπές μεν αλλά ούτε «σκουφάτο» ούτε «λουσάτο». Μία μέση winelist περιλαμβάνει σαράντα έως πενήντα κρασιά. Το 90% των ετικετών προέρχονται από τη μείζονα περιοχή της συγκεκριμένης οινοπαραγωγικής ζώνης. Η επιλογή των ετικετών σέβεται το είδος της κουζίνας που σερβίρει το μαγαζί αποφεύγει τις εξτραβαγκάντσες λουσάτων και ακριβών κρασιών που δεν συνάδουν με την συνολική πρόταση και φυσικά η επιλογή λαμβάνει υπ’ όψιν της τη φιλοσοφία του χώρου σε επίπεδο τιμών. Πέραν αυτών δεν προτείνει «χύμα» κρασί. Η ίδια ακριβώς περιγραφή ισχύει και για τα περισσότερα σημεία σε όλες τις οινοπαραγωγικές χώρες της Ευρώπης. Στην Ιταλική Λομβαρδία αιφνής πάλι σε ένα αντίστοιχης κατηγορίας εστιατόριο θα συναντήσατε λίστες με το 70 – 80% των κρασιών να προέρχονται από την περιοχή και ένα 20-30% να καλύπτει το γειτονικό Veneto ή την Τοσκάνη και φυσικά όχι τη Σικελία ή τη Σαρδηνία. Αρκετά όμως ασχοληθήκαμε με τους ξένους. Ας δούμε λίγο και τα καθ’ ημάς. Ο μέσος Έλληνας ταβερνιάρης ή γκλαμουράτος εστιάτορας συμπεριφέρεται «έξυπντα». Κατ’ αρχήν σε αρκετές περιπτώσεις «πουλάει» τον κατάλογο των κρασιών του. Πότε σε κάποιο χονδρέμπορο πότε σε μία μεγάλη εταιρία που ασχολείται με το κρασί. Προφανώς με το αζημίωτο και για τις δύο πλευρές. Μεγάλες εκπτώσεις (που δεν μετακυλύει στον πελάτη) και δωρεάν κατάλογοι για τον ένα, συμφέρουσες μαζικές πωλήσεις για τον άλλο. Αυτός που χάνει από τη συναλλαγή είναι το Ελληνικό κρασί και ο ξένος (αλλά και ο Έλληνας) επισκέπτης που υφίσταται την αδιάφορη και ενίοτε κακή πρόταση που του γίνεται. Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή. Αυτή της winelist που περιλαμβάνει ότι κατά την κρίση του εστιάτορα λάμπει. Τρως σε μία χαριτωμένη ταβέρνα/εστιατόριο στην Κρήτη και η πρόταση που σου γίνεται αναφέρεται σε Sauvignon από την Καβάλα, σε Μαλαγουζιά από τη Μακεδονία και ότι άλλο. Λες και χάθηκε μία καλή Βηλάνα (υπάρχουν πλέον αρκετές) ένα μαλακό και ταιριαστό με την καλοκαιρινή κουζίνα Κοστιφάλι κ.λ.π. Μου έχει τύχει πολλές φορές σε εστιατόρια διακοπών με σχετικά ελαφριά κουζίνα, όπως αρμόζει άλλωστε στο καλοκαίρι, να μην ξέρω τι κόκκινο κρασί να διαλέξω. Βαρύγδουπα Merlot και Syrah με υπεράφθονο βαρέλι σε όλους τους Νεοκοσμίτικους τόνους συνέθεταν μία απέραντα μονότονη πρόταση. Λες και δεν υπάρχουν κάποια ελαφρά και αβάρελα Αγιωργήτικα (ή και άλλες ποικιλίες) που δένουν απολαυστικά με τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια και τις ανάγκες για κάτι ελαφρύ.
Υπάρχουν όμως και τα χειρότερα. Κόκκινα κρασιά που «βράζουν» στους 28-30οC όρθια σε κάποιο ράφι ή λευκά που βγαίνουν «τσακισμένα» και άοσμα από ένα ψυγείο κατάλληλο για κρέατα. Κρασιά που η κακή συντήρηση και η ηλικία τα κάνει ακατάλληλα προς πόσιν τα οποία επιβάλλονται προς κατανάλωση σε ποτήρια…υπεράνω σχολίων. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και αναφορά σε αυτή τη θλιβερή εικόνα. Ούτε και κόπος για να διαπιστώσουμε τη βέβαιη ζημιά για το Ελληνικό κρασί. Αυτό που μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας είναι ότι, με αυτές τις πρακτικές, το Ελληνικό κρασί χάνει μία μοναδική δυνατότητα να γίνει γνωστό στους ξένους, να ανοίξει τα φτερά του και να «απογειωθεί» στη διεθνή αγορά. Το ερώτημα που μπαίνει είναι αν υπάρχει λύση. Κατά τη γνώμη μου ναι, διότι όπως λέει και ο σοφός λαός «πρώτα εμφανίστηκαν οι λύσεις και μετά τα προβλήματα». Το θέμα είναι αν ο οινοπαραγωγικός κόσμος, σε συνεργασία υποχρεωτικά και με την πολιτεία, είναι σε θέση να κάνει τα απαραίτητα για να την βρει και να την επιβάλλει. Για να γίνει όμως αυτό υπάρχει μία βασική προϋπόθεση. Να μπει κατά μέρος ο απύθμενος εγωϊσμός και το ενδιαφέρον μόνο για το προσωπικό συμφέρον. Δύσκολο μου φαίνεται.