Σε προηγούμενα δημοσιεύματα αναφερθήκαμε στην αξία των μεταλλίων που απονέμονται στα κρασιά τα οποία συμμετέχουν στους διεθνείς ή τοπικούς διαγωνισμούς και στην αξιοπιστία των γευστικών δοκιμών (άρα και στη συνακόλουθη αξιολόγηση) ανάλογα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται δηλαδή «φανερές» ή «τυφλές». Θα κλείσουμε το θέμα, καταθέτοντας μία τελευταία άποψη σχετικά με την αξία των οδηγών κρασιού και τον βαθμό εγκυρότητας των απόψεων που καταθέτουν. Να τονίσουμε κατ’ αρχήν ότι με τις λέξεις «οδηγοί κρασιών» εννοούμε αποκλειστικά τα βιβλία – οδηγούς που κυκλοφορούν εν αφθονία στο εξωτερικό. Στη χώρα μας το μοναδικό εγχείρημα που έχει μεγάλη διάρκεια ζωής και χαρακτηρίζεται από ετήσια περιοδικότητα είναι ο «ALPHA WINE GUIDE». Παράλληλα, όμως έχουν υπάρξει και άλλες αξιόλογες, και εξίσου αξιόπιστες, προσπάθειες από έγκριτους οινογράφους και δοκιμαστές όπως ο Νίκος Μάνεσης, ο Σίμος Γεωργόπουλος και άλλοι. Δυστυχώς για το Ελληνικό κρασί και τη γόνιμη πολυφωνία που θα έπρεπε να υπάρχει για το καλό του χώρου, ήταν βραχύβιες για λόγους που δεν γνωρίζω. Πιθανόν, επειδή ο κόπος και το κόστος τις καθιστούν απαγορευτικές, ενώ ταυτόχρονα, οι κρινόμενοι μέσω των εν λόγω οδηγών κάθε άλλο παρά θετικά αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα εγχειρήματα. Δυστυχώς, εδώ είναι Βαλκάνια και ας δυσαρεστηθούν κάποιοι.
Τούτων λεχθέντων θα τονίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι ένας οδηγός κρασιού δεν αποτελεί θέσφατο και δεν εκφράζει μία παγκόσμια (και μη αποδεχόμενη αμφισβήτηση) αλήθεια. Είναι απλά η κατάθεση της άποψης του (ή των) ατόμου που μπήκε στον κόπο να δοκιμάσει τις κάποιες χιλιάδες κρασιών και βάσει αυτού παίρνει θέση και αξιολογεί. Η θέση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σημαντικό ρόλο παίζει κατ’ αρχήν η οινική παιδεία του επιχειρούντος. Όχι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της (όλοι όσοι ασχολούνται με το «σπορ» την διαθέτουν αναμφισβήτητα) αλλά το είδος και η αισθητική αντίληψη που εδράζεται πάνω σε αυτή. Είναι προφανές (βάζοντας κατά μέρος τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης) ότι ένας Αμερικάνος γαλουχημένος με την αντίληψη των Νεοκοσμιτικών κρασιών δεν έχει την ίδια αισθητική με ένα Γάλλο κύριο βίωμα του οποίου είναι η φινέτσα και η διακριτική ευγένεια των κρασιών της Βουργουνδίας. Κατά συνέπεια όσοι οδηγοί κρασιού κυκλοφορούν σε μία χώρα άλλες τόσες είναι και οι διαφορετικές θέσεις που παίρνουν τουλάχιστον σε ότι αφορά τις αποχρώσεις των κρίσεων τους. Με την ίδια λογική που δύο κριτικοί κινηματογράφου (ανάλογα με την αισθητική αντίληψη του καθενός) μπορούν να αξιολογήσουν ακόμα και με αντιδιαμετρικό τρόπο μία ταινία, έτσι και δύο οδηγοί (οι συγγραφείς τους για την ακρίβεια) μπορούν να διαφωνήσουν στην αξιολόγηση ενός κρασιού. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο χρήστη οινόφιλο να επιλέξει τον οδηγό με τον οποίο διαπιστώνει ότι έχει τη μεγαλύτερη αισθητική συγγένεια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαξιώνονται αυτόματα όλοι οι υπόλοιποι. Αυτό περιορίζει την εμβέλεια αποδοχής των οδηγών κρασιού αφού ο καθ’ ένας από αυτούς απευθύνεται σε μία, περιορισμένη ή ευρεία, ομάδα οινόφιλων που αισθάνονται ή είναι αισθητικά συγγενείς με το δράστη πονήματος.
Δευτερευόντως, η άποψη που διατυπώνεται και η συνακόλουθη αντίληψη εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως επί παραδείγματι, η επιλογή και η ιεράρχηση, ειδικότερα, των κριτηρίων. Αν π.χ. βασικό κριτήριο σε ένα οδηγό είναι η τυπικότητα των κρασιών είναι προφανές ότι οι κρίσεις θα διαφέρουν συγκρινόμενες με αυτές ενός άλλου οδηγού με διαφορετικό βασικό κριτήριο. Αλλά ας μη πλατειάσουμε επ’ αυτού γιατί το θέμα έχει γίνει αντικείμενο πολλών και διαφορετικών τοποθετήσεων που δεν επιτρέπουν την εξάντληση του στο παρόν σημείωμα.
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει αβίαστα ότι ένας οδηγός κρασιού αποτελεί όντως ένα αξιόπιστο βοήθημα με τον περιορισμό της αισθητικής συγγένειας που υπάρχει ανάμεσα στον συγγραφέα του και τον οινόφιλο αναγνώστη που τον χρησιμοποιεί. Υπάρχει όμως και ένα ακόμη στοιχείο το οποίο ενισχύει την εν λόγω άποψη και το οποίο αφορά οδηγούς με μεγάλη διάρκεια ζωής και ετήσια περιοδικότητα. Είναι προφανές ότι ένας δοκιμαστής ο οποίος επί πολλά χρόνια δοκιμάζει κάθε χρόνο τα κρασιά ενός παραγωγού έχει αποκτήσει μια βαθιά γνώση πάνω σε όλα τα στοιχεία που καθορίζουν ή απλά επηρεάζουν την ποιότητα των κρασιών που δοκιμάζει. Έχει επομένως σαν εργαλείο κρίσης μια διαχρονική εμπειρία. Αυτό του επιτρέπει να αιτιολογεί άρα και να αξιολογεί με περισσότερη ακρίβεια τις διαφορές που εμφανίζει το ίδιο κρασί από σοδειά σε σοδειά και να τις εντάσσει με την πρέπουσα βαρύτητα στο σκεπτικό βάσει του οποίου διατυπώνει τα ποιοτικά του συμπεράσματα. Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο στοιχείο σε συνδυασμό με όσα προανέφερα δίνει στους οδηγούς κρασιών ένα προβάδισμα εγκυρότητας το οποίο τους τοποθετεί σημαντικά ψηλότερα από τις απλές γευστικές δοκιμές αξιολογητικού χαρακτήρα ή τα όποια άλλα παρόμοια εγχειρήματα.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω το εξής: Η μακρόχρονη ενασχόληση μου με το κρασί με έχει οδηγήσει στο εξής συμπέρασμα. Αναφερόμενος στους Έλληνες οινογράφους και στα ειδικά, ή και λιγότερα ειδικά, έντυπα οφείλω να εκφράσω την εκτίμηση μου σε όλους αυτούς που «για διαόλου κέρατα» έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και την καριέρα τους στο Ελληνικό κρασί. Όλα αυτά τα χρόνια ο χώρος ευτύχησε να υπηρετείται από ανθρώπους με γνώσεις και εντιμότητα σε συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που μας αφήνει να υποθέσουμε η σύγχρονη Ελληνική παραγματικότητα. Είχα, και εξακολουθώ να έχω, την τιμή να κάθομαι κατά καιρούς στο ίδιο τραπέζι δοκιμών με όλους όσους σήμερα βάζουν την υπογραφή τους κάτω από μία αξιολόγηση κρασιού και ομιλώ μετά λόγου γνώσεως για την εντιμότητα τους και την επαγγελματική τους συνείδηση. Μικρές εξαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αλλοιώνουν την εικόνα. Πιστεύω ότι ως εξ αυτού αλλά και λόγω των φιλοδοξιών που υπάρχουν για την πορεία του Ελληνικού κρασιού η χώρα μας θα έπρεπε να έχει περισσότερους οδηγούς κρασιών, περισσότερα ειδικά έντυπα, περισσότερους οινογράφους και περισσότερες εκδηλώσεις με αντικείμενο το κρασί. Για λόγους που έχω ήδη εξηγήσει. Ελπίζω να συμβεί στο μέλλον.