Πρόσφατα μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω την 1η Συνάντηση για την Ελληνική αμπελουργία, που οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), ο οποίος συμπεριλαμβάνει στους κόλπους του ένα σχετικά μικρό μέρος των ελλήνων παραγωγών κρασιού, αλλά μάλλον τους πιο σημαντικούς τόσο από άποψη ποιότητος όσο και ποσότητας. Δυστυχώς, για λόγους που εξηγούνται πιο κάτω, παρακολούθησα μόνο την δεύτερη μέρα της εκδήλωσης και αυτό ίσως να έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένα από τα συμπεράσματά μου να επιδέχονται συζήτηση και αναθεώρηση. Έστω κι έτσι όμως και προτρέχοντας των γραφομένων που ακολουθούν, θα συμπυκνώσω την εμπειρία που απεκόμισα με μια πικρή διαπίστωση. Αν διατρέξει κάποιος την ελληνική ύπαιθρο εκεί που υπάρχουν αμπελώνες, σπάνια θα συναντήσει φράκτες. Αντίθετα, στον χώρο των αμπελουργών και των οινοποιών (οι οποίοι λογικά αποτελούν ένα «σώμα»), τα τείχη, τα στεγανά και οι συντεχνιακών καταβολών διαχωρισμοί, φαίνεται ότι περισσεύουν. Ή τουλάχιστον έτσι με άφησαν να καταλάβω.
Συμφώνα με αυτά που ακούστηκαν την δεύτερη ημέρα του συνεδρίου, το κόστος παραγωγής του σταφυλιού υπερβαίνει ελαφρά το έσοδο που προκύπτει από την πώλησή του. Αναρωτιέται λοιπόν κάνεις πως υπάρχουν ακόμη αμπελώνες στην Ελλάδα εξαιρουμένων των ολίγων (ούτε 5%), οι οποίοι ανήκουν σε αμπελουργούς -οινοποιούς και προορίζονται για κάθετη εκμετάλλευση. Στην πράξη, με βάση τους αριθμούς που αναφέρθηκαν, η αμπελουργική εκμετάλλευση δεν έχει καμία σχέση με τις λέξεις επιχείρηση /επιχειρηματικότητα και το κέρδος των αμπελουργών είναι στην καλύτερη περίπτωση, το μεροκάματο από τη δουλειά τους και τίποτε άλλο. Όπως προκύπτει, η υπεραξία που προέκυψε την τελευταία εικοσαετία στο ελληνικό κρασί (30 λεπτά το σταφύλι, 30€ μια φιάλη στο εστιατόριο) δεν διοχετεύτηκε ούτε κατ ελάχιστο προς τη βάση της παραγωγής, τον αμπελουργό. Αναφέρθηκε επίσης, ότι το κόστος σε άλλες χώρες όπως η Ισπανία είναι ακόμη χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Δηλαδή και κέρδος δεν υπάρχει για τους αμπελουργούς και ακριβοί είμαστε σε ό,τι αφορά την τιμή που πωλούνται τα ελληνικά κρασιά. Αιτία γι’ αυτά, (κατά την άποψη των εισηγητών) είναι η πολύ μεγάλη κατάτμηση του ελληνικού κλήρου. Ευτυχώς ως προς αυτό δεν υπάρχει δυνατότητα αντιστροφής εκτός εάν προκύψει σαν αποτέλεσμα μιας (δυστυχώς) μελλοντικής μεγάλης οικονομικής εξαθλίωσης. Πάντως η κατάτμηση ως συγκριτικό ποιοτικό πλεονέκτημα δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται από κανέναν. Το αμπέλι στην Ελλάδα, προϊόν μεγάλης ιστορικής εξέλιξης, παραδοσιακά κατελάμβανε μόνον τις πιο κατάλληλες για ποιοτικό αποτέλεσμα αγροτικές εκτάσεις και όχι αδιακρίτως αχανείς περιοχές, με συνέπεια να δημιουργούνται στον Ελλαδικό χώρο στίγματα παραγωγής αποδεδειγμένης ποιότητας. Αντίθετα όπου το αμπέλι είναι μονοκαλλιέργεια, όπως για παράδειγμα στο Medoc του Bordeaux,, η διαφοροποίηση της ποιότητας από τοποθεσία σε τοποθεσία είναι αστρονομική. Πρώτος διαχωρισμός λοιπόν είναι αυτός που έχει δημιουργηθεί μεταξύ αμπελουργών και οινοποιών, αφού όπως φαίνεται, προσπάθεια των δεύτερων είναι η κατά το δυνατόν συρρίκνωση της τιμής του σταφυλιού και όχι η δημιουργία κινήτρων για πιο συστηματική ενασχόληση των αμπελουργών με το αμπέλι και η παροχή τεχνογνωσίας για καλύτερο και ποιοτικότερο σταφύλι, κάτι που οι ίδιοι οινοποιοί σε τελευταία ανάλυση θα εκμεταλλευτούν. Ο Έλληνας αμπελουργός αντιμετωπίζεται περίπου ως αντίπαλος. Η πρώτη και τελευταία σοβαρή προσπάθεια συνεργασίας χρονολογείται από την περίοδο της επαγγελματικής της Νάουσας.
Το υπουργείο Γεωργίας (όπως λεγόταν παλιά) επιχειρεί, ως φαίνεται, με τη χρησιμοποίηση μιας μαχητικής λεκτικής παρουσίας απλά να καλύψει το γεγονός ότι σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης δεν προσφέρει πραγματικές υπηρεσίες στον Έλληνα αμπελουργό. Αντίθετα (δείτε το άρθρο για την «νομοθεσία ως εμπόδιο» ) δημιουργεί μια τόσο δαιδαλώδη νομοθεσία, στην ήδη υπάρχουσα πολύπλοκη της Ε.Ε., η οποία τελικά αποτρέπει κάθε εξέλιξη. Το υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό απαλλαγμένο από ασθένειες, είναι ανύπαρκτο έστω και ως νομοθεσία. Για παράδειγμα, όπως ειπώθηκε και δεν διαψεύστηκε, όλα τα αμπέλια στη Νεμέα, και μάλλον σε όλη την Ελλάδα είναι ιομένα. Ως καταναλωτές πάντως μην ανησυχείτε γι’ αυτό. Οι εν λόγω ιώσεις δεν μεταφέρονται στον άνθρωπο. Η διεθνής κατοχύρωση ελληνικών ποικιλιών είναι ανύπαρκτη. Ακούστηκε ακόμη ότι για κάποιες ποικιλίες τα τελευταία δυο - τρία κλήματα είναι τα τελευταία γνωστά εναπομένοντα. Η μοναδική συλλογή ελληνικών ποικιλιών στη Λυκόβρυση είναι εγκαταλειμμένη. Μέχρι που ο εκεί δήμαρχος να την κάνει πάρκο.
Το στρατηγικό σχέδιο για το ελληνικό κρασί καλό η κακό, δεν το είδαμε ακόμη σαν ολοκληρωμένο αποτέλεσμα και το μόνο που συζητήθηκε ήταν (για μια ακόμη φορά) η φιλοσοφία του και όχι στοιχεία από τα αποτελέσματα. Φαίνεται ότι κάπου ση διαδρομή τελείωσαν, για μια ακόμη φορά, τα χρήματα. Η επιλογή των κρασιών-πρεσβευτών επρόκειτο να γίνει (οι εισηγήσεις υπάρχουν) με ένα σοβαρό επαγγελματικό τρόπο. Τελικά έγινε, αν ολοκληρώθηκε δεν γνωρίζω, ερασιτεχνικά χωρίς αμοιβή και με κανόνες που μακράν απέχουν των αρχικών φιλοδοξιών. Σε ό,τι δε έχει σχέση με το πολλά υποσχόμενο βάσει δηλώσεων site (http://www.newwinesofgreece.com), δεν έγινε καμιά αναφορά ως προς την πορεία του και τη συμβολή του στο όλο εγχείρημα. Ίσως και να μην χρειάζεται αφού με μια απλή επίσκεψη στις σελίδες του μπορείτε να καταλάβετε.
Ας προχωρήσουμε όμως. Μέσα στη αίθουσα ακούστηκαν δυνατές φωνές μονοπωλώντας την συζήτηση π.χ. για τον αμπελώνα της Σαντορίνης, μοιραίο θύμα της επέκτασης κατοικίας. Εγώ θα πω απλά, ότι το στρατηγικό σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει αν κάποιοι το ερμηνεύσουν ως αποκλειστική προώθηση των τεσσάρων περιοχών - ποικιλιών που έχουν επιλεγεί ως εκπρόσωποι του ελληνικού κρασιού. Αγνοούν ότι το ελληνικό κρασί είναι ένα και εμπεριέχει Σαββατιανό και Μανδηλαριά, Σάμο (Μοσχάτο Λευκό) και Μαυροδάφνη. Χωρίς αυτά και χωρίς μια πιο συνολική θεώρηση (ανεξάρτητα από το οποιοδήποτε αναγκαίο focus), το πλοίο και θα γέρνει και θα κάνει περιστροφές γύρω από τον εαυτό του όπως ακριβώς η γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Το μοντέλο «ατμομηχανή» των κρασιών της Βουργουνδίας και του Μπορντώ πρώτα δημιουργήθηκε ως προϊόν φυσικής ιστορικής εξέλιξης και μετά χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο του μάρκετινγκ.
Ένας καταναλωτής (ακόμα και προχωρημένος οινολάτρης), που είναι εκτός των επαγγελματικών τειχών του ελληνικού κρασιού, την δεύτερη μέρα της συνάντησης πολύ λίγα θα αντιλαμβανόταν. Ο λόγος είναι ότι τα εν λόγω τείχη είναι κλειστά και στο εσωτερικό τους οι «βυζαντινολογίες» καλύπτουν κάθε άλλο εποικοδομητικό ήχο. Η εξωτερίκευση απαιτεί συνεργασία αλλά στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μην προσκαλώντας τους δημοσιογράφους (με φαιδρές εξηγήσεις) αποκλείεις ταυτόχρονα κατ επέκταση και τους έλληνες καταναλωτές. Προσωπικά, δεν παρακολούθησα την πρώτη ημέρα του συνεδρίου αφού δεν είχε προβλεφθεί πρόσκληση στους δημοσιογράφους γενικά και ειδικά σε αυτούς του κρασιού! Οι Έλληνες οινοπαραγωγοί είτε αποφεύγουν την δημοσιότητα είτε έχουν κακούς συμβούλους και οργανωτές των εκδηλώσεών τους. Δείχνει σαν να επιδιώκουν το κόψιμο της γέφυρας του κρασιού με το καταναλωτικό κοινό.
Δυστυχώς όμως (και για να κλείσουμε το παρόν σημείωμα) οι διαχωρισμοί συνεχίζονται και στον πιο ουδέτερο (θεωρητικά) χώρο, αυτόν της εκπαίδευσης και έρευνας. Άλλωστε οι μαρξιστές ποτέ δεν πίστευαν ότι είναι ουδέτερος. Ένας σημαντικός πόλος του ελληνικού κρασιού, το Τμήμα Οινολογίας και Τεχνολογίας Πότων, αλλά και παρεμφερή τμήματα στους χώρους παράγωγης ήταν εξ ορισμού αποκλεισμένα, αφού φύσει και θέσει φαίνεται ότι το αμπέλι στην Ελλάδα θεωρείται ως αποκλειστικό φέουδο των γεωπόνων. Όπως κάποτε ήταν η οινολογία των χημικών. Όμως ο φυσικός χώρος του αμπελιού είναι οι πτυχιούχοι αμπελουργοί και όχι γενικώς και αορίστως οι επί παντός επιστητού γεωπόνοι. Αυτά τα ολίγα για την ώρα. Ευχαρίστως όμως θα επανέλθουμε αν υπάρχει επιθυμία για διάλογο. Δυστυχώς όμως το συγκεκριμένο «φρούτο» σπάνια καλλιεργείται στη χώρα μας.