Οι γευστικές δοκιμές κρασιών με αξιολογιτικό χαρακτήρα (βαθμός, αστέρια κ.λ.π.) είναι μια δραστηριότητα αρκετά προσφιλής για όσους ασχολούνται επαγγελματικά με το χώρο και ειδικά στον τομέα της οινοδημοσιογραφίας και του wine writing. Το γεγονός ότι τα μέσα επικοινωνίας ενδιαφέρονται για το θέμα δείχνει ότι και το οινόφιλο κοινό ενδιαφέρεται τόσο γι’ αυτές όσο και για τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Από ότι φαίνεται μετά από αρκετά χρόνια αντιδράσεων και διαμάχης, οι εν λόγω δοκιμές είναι πλέον αποδεκτές και από μία μεγάλη, ίσως τη μεγαλύτερη, μερίδα οινοπαραγωγών. Παρ’ όλα αυτά ενστάσεις και διαφωνίες για τη μεθοδολογία που ακολουθείται, για τα άτομα που συμμετέχουν κ.λ.π. υπάρχουν και μάλλον θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ειδικά στο περιβάλλον των επαγγελματιών του οινικού χώρου. Μία από τις πιο σημαντικές πηγές τριβών είναι και το αν οι δοκιμές αυτές πρέπει να γίνονται «φανερά» ή «τυφλά». Για τους μη επαΐοντες «φανερή» είναι μία δοκιμή όταν ο κριτής γνωρίζει a priori την ταυτότητα του κρασιού που καλείται να δοκιμάσει και «τυφλή» στη αντίθετη περίπτωση.
Επειδή συχνά γίνομαι αποδέκτης σχετικών ερωτήσεων θα προσπαθήσω να κάνω μία τοποθέτηση και να αναλύσω τα υπέρ και τα κατά ως απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις αλλά και σε όσες θα γίνουν στο μέλλον. Όπως είναι αναμενόμενο η τοποθέτηση μου αναφέρεται σε δοκιμές που γίνονται από έμπειρους επαγγελματίες. Αυτό σημαίνει άτομα με μακροχρόνια ενασχόληση με το κρασί, πολύ καλές γνώσεις και συστηματική σχέση με το «σπορ».
Ας εξετάσουμε όμως τις δύο περιπτώσεις έχοντας πάντα υπ’ όψιν μας ότι «φανερά» ή «τυφλά», το ζητούμενο είναι το ίδιο. Η κατά το δυνατόν πιο αντικειμενική ενημέρωση του οινόφιλου καταναλωτή. Η ένσταση που διατυπώνεται από ορισμένους, σε ότι αφορά το «φανερά» σχετίζεται κυρίως με την ακεραιότητα (ηθική και επαγγελματική) των κριτών και την επιρροή που μπορεί να έχει στην κρίση τους ένα διάσημο brand. Το επιχείρημα είναι επιεικώς αστείο όταν αναφερόμαστε σε σοβαρούς επαγγελματίες οι οποίοι σαν κύριο εργασιακό/περιουσιακό στοιχείο έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία της επάρκειας και της ευθυκρισίας στην άσκηση των καθηκόντων τους. Κανένας από αυτούς δεν θα θυσίαζε την επαγγελματική του αναγνώριση για να προβάλει στιγμιαία την τάδε ετικέτα ή τον δεινά οινοπαραγωγό. Ευτυχώς στη χώρα μας έχουμε αρκετούς που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Πιθανόν να υπάρχουν και κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις. Αυτές όμως «αποβάλλονται» σαν ξένο σώμα από το χώρο πριν καν προλάβουν να τον δυσφημήσουν ή να προκαλέσουν ζημιά. Έχοντας τριάντα χρόνια εμπειρία μπορώ να το διαβεβαιώσω. Οφείλω να τονίσω ακόμα ότι θα ήταν χειρότερο και από φαιδρό να ισχυριστούμε ότι η «φανερή» αξιολόγηση από τον Parker ή από κάποιο Έλληνα, ας πούμε τον Σίμο Γεωργόπουλο, θα μπορούσε να θεωρηθεί έστω και καθ’ υπόνοια διαβλητή.
Πέραν αυτών όμως η «φανερή» γευστική δοκιμή δίνει a priori στον δοκιμαστή τη δυνατότητα μιας σειράς πληροφοριών σχετικών με το κρασί που δοκιμάζει οι οποίες επιτρέπουν μια ακριβέστερη αξιολόγηση και μία περισσότερο to the point διατύπωση άποψης και ενημέρωση του οινόφιλου καταναλωτή. Το συγκεκριμένο αυτό στοιχείο απουσιάζει από την «τυφλή» δοκιμή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, (λόγω της έλλειψης των πρόσθετων αυτών στοιχείων), καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση παίζει πλέον η αισθητική του κριτή , άρα το κέντρο βάρους της κρίσης μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση της υποκειμενικότητας. Κατά την άποψη μου αυτή είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία της συγκεκριμένης αξιολογικής προσέγγισης.
Παρ’ όλα αυτά η «τυφλή» γευστική δοκιμή θεωρείται από την πλειοψηφία ως ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αξιολόγησης και οφείλω να ομολογήσω ότι ο μεγάλος βαθμός σύμπτωσης των απόψεων των επιμέρους δοκιμαστών o οποίος ισχύει για την πλειοψηφία των περιπτώσεων επιβεβαιώνει επάρκεια ως προς την ακρίβεια της αξιολόγησης. Τελικά, παρά την σχετική προτίμηση που έχω για την «φανερή» δοκιμή, οφείλω να καταλήξω ως εξής: Τόσο η «τυφλή» όσο και η «φανερή» δοκιμή μπορούν να δώσουν αξιόπιστα (με αποκλίσεις λόγω του διαφορετικού τρόπου προσέγγισης) αποτελέσματα. Με μία προϋπόθεση. Οι συμμετέχοντες σε αυτές να ξέρουν να δοκιμάζουν και να έχουν ικανοποιητική θητεία στον τομέα. Όσο για το επιχείρημα της ακεραιότητας της κρίσης θα πω απλά ότι είναι φαιδρό και ανυπόστατο. Ίσως υπάρχουν ελάχιστες και ασήμαντες εξαιρέσεις. Αλλά ακόμα και αυτές λειτουργούν υπέρ του κανόνα. Τον επιβεβαιώνουν.