Η διαμάχη μεταξύ χύμα και εμφιαλωμένου κρασιού στην Ελλάδα καλά κρατεί εδώ και μεριές δεκαετίες, από γενέσεως δηλαδή εμφιαλωμένου, όποτε και απέκτησε εννοιολογική υπόσταση. Το χύμα κρασί έχει μια μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα, ή όποια κατ’ αρχήν οφείλεται στο γεγονός ότι η καλλιέργεια του αμπελιού στη χώρα μας είναι μια αρκετά εύκολη υπόθεση, χάρη στις ιδανικές μεσογειακές κλιματολογικές συνθήκες. Ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε το χύμα ήταν επίσης το γεγονός ότι η χώρα μας ήταν πάντοτε μια φτωχή χώρα (εκτός ίσως από την περίοδο 1990 – 2010) χωρίς, επιπλέον, ιδιαίτερη οινική κουλτούρα σε επίπεδο οργανοληπτικής αντίληψης της ποιοτικής διάστασης του κρασιού.
Το γεγονός επίσης ότι τα τρία μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα- Θεσ/κη – Πάτρα) βρίσκονται είτε μέσα είτε σε απόσταση βολής από αμπελουργικές ζώνες καθιστούσε το εμφιαλωμένο κρασί μία «εξτραβαγκάντζα» που σπάνια έβρισκε θέση στο τραπέζι της μέσης Ελληνικής οικογένειας. Το εμφιαλωμένο κρασί υπήρχε αλλά κυρίως για να «κοσμεί» τα τραπέζια των κοσμικών φαγάδικων και λοιπών χώρων νυκτερινής ψυχαγωγίας της ανώτερης αστικής τάξης. Η κατάσταση άρχισε να διαφοροποιείται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και κυρίως μετά τη μεταπολίτευση χάρη σε μία αναδυόμενη νέα μικροαστική τάξη, συχνά με εμπειρίες ζωής από το εξωτερικό, αλλά και λόγω της αλλαγής του profile των Αθηναϊκών κυρίως χώρων εστίασης. Σε ότι αφορά μάλιστα το δεύτερο καταλυτικός παράγων ήταν η έκδοση του περιοδικού Αθηνόραμα (1976) το οποίο εκτός των άλλων ήταν και το πρώτο μέσο μαζικής ενημέρωσης που ασχολήθηκε με την κουλτούρα του κρασιού. Ως εξ αυτών η παραγωγή άρχισε σταδιακά να μεταφέρεται σε μεγαλύτερα οινοποιεία τα οποία έδωσαν το κρίσιμο λάκτισμα για την καθιέρωση της έννοιας «εμφιαλωμένο» στη συνείδηση του καταναλωτή. Στη πρώτη φάση της διαδικασίας αλλαγής οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ χύμα – εμφιαλωμένου ήταν ελάχιστες εξεταζόμενες με τα σύγχρονα περί ποιότητας κριτήρια. Άλλα και αυτό δεν άργησε να αλλάξει χάρη στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις κυρίως αλλά και χάρη στην εμφάνιση νέων, φιλόδοξων και με εμπειρία στην αλλοδαπή οινολόγων. Το χύμα κρασί (κυρίως η χωρική οινοποίηση) άρχισε να παίρνει την κατιούσα, ενώ η εκστρατεία υπέρ του εμφιαλωμένου βοήθησε στην αλλαγή αντιλήψεων και συνηθειών. Όλα έδειχναν ότι το χύμα είχε μπει για τα καλά σε πορεία απαξίωσης και περιορισμού κατανάλωσης.
Δυστυχώς η πρόσφατη κρίση έφερε τα πάνω – κάτω βοηθούντος και του γεγονότος ότι το Ελληνικό εμφιαλωμένο κρασί δεν έπαψε να είναι ακριβό συγκρινόμενο με κρασιά άλλων χωρών. Επί παραδείγματι, στη Γαλλία με βασικό μισθό 1.400 ευρώ είναι σχετικά εύκολο να βρεις ένα αξιοπρεπές κρασί (κυρίως τεχνολογικά αλλά και οργανοληπτικά εν μέρει) με 3 ευρώ τη φιάλη. Στην Ελλάδα με βασικό μισθό (σήμερα) 600 ευρώ για να έχεις την ίδια τύχη θα πρέπει να κάνεις την αναζήτηση σε επίπεδο τιμών γύρω στα 5 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στη Γαλλία χρειάζεται να δαπανήσεις το 0,2% του μηνιαίου εισοδήματος για μία αξιοπρεπή αγορά όταν για το ίδιο αποτέλεσμα στην Ελλάδα του 2012 απαιτείται το 0,8%. Δηλαδή, τέσσερις φορές περισσότερα.
Έτσι το χύμα κρασί κάνει σήμερα τη θριαμβευτική επάνοδο του και μάλιστα με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις. Βλέπετε η σύγχρονη τεχνολογία και τεχνογνωσία δεν βοήθησε μόνο τη βελτίωση του εμφιαλωμένου. Επέτρεψε ταυτόχρονα και στο χύμα να γίνει καλύτερο. Παράλληλα, η εξάπλωση του ασκού βοήθησε ακόμα περισσότερο τον παράγοντα ποιότητα στο χύμα κρασί. Αβίαστα λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως προς την ιδεολογική αντιπαράθεση εμφιαλωμένο versus χύμα ο εχθρός είναι πλέον προ τω πυλών και ότι σύντομα θα ακούσουμε το «εάλω η πόλις». Ελπίζω, είμαι βέβαιος για την ακρίβεια, ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Άλλωστε μαζί με όλα τα αρνητικά το χύμα έχει και ένα καλό. Βοηθάει πολλές οινοπαραγωγικές μονάδες (ακόμα και ποιοτικά επώνυμες) να επιβιώσουν. Αντί να κάθονται και να κοιτάνε τις γεμάτες δεξαμενές και να «ξεσκονίζουν» κάθε τόσο τα αραχνιασμένα πιεστήρια καταφέρνουν να παραμένουν σε λειτουργία διοχετεύοντας στην αγορά (χάρη στον ασκό κυρίως) κρασί αξιοπρεπούς, συχνά δε και καλής, ποιότητας σε τιμές που αντέχει το σημερινό πορτοφόλι.
Το χύμα λοιπόν που για πολλά χρόνια οι περισσότεροι οινοπαραγωγοί θεωρούσαν ως εχθρό τους σήμερα είναι αυτό που τους κρατάει στο παιχνίδι εν αναμονή καλύτερων ημερών οι οποίες ελπίζουμε να ξαναέρθουν σύντομα. Βέβαια οι αγαπητοί κατά τα άλλα εστιάτορες φροντίζουν να κρατούν το κέρδος τους όσο το δυνατόν πιο σταθερό αφού πωλούν τα κρασί χύμα με 1000 % κέρδος ακόμη και σήμερα εν μέσω κρίσης όταν για το εμφιαλωμένο αρκούνται στο 300 %. Τι να κάνουμε όμως. Σε κάθε τομέα πάντα υπάρχουν ανεγκέφαλοι πρόθυμοι να κάνουν τη ζημιά.
Ανεξάρτητα από όσα προαναφέρθηκαν υπάρχει και ένα ακόμα ελπιδοφόρο στοιχείο που βοηθάει. Το κρασί στον ασκό παραμένει (καιροφυλακτεί πάντα ένας καινούργιος φόρος) το φτηνότερο τερψιλαρύγγιο κρινόμενο ως προς το περιεχόμενο του σε αλκοόλη με διπλάσια περιεκτικότητα σε σχέση με την μπύρα. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία αλλά με βάση τα όσα υποστηρίζω μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι η κατανάλωση κρασιού γενικά πρέπει να είναι σε άνοδο. Με τον τρόπο αυτό, χάρη στο χύμα, όταν έρθουν καλές μέρες, που οι καταναλωτές θα έχουν εκ νέου την δυνατότητα να πιουν ξανά εμφιαλωμένο, θα υπάρχουν εν ζωή αρκετές μονάδες για να το προτείνουν και να συντηρήσουν τον ανταγωνισμό. Διότι, δυστυχώς η έλλειψη ανταγωνισμού είναι αυτή που ανεβάζει τις τιμές και κάνει μερικούς «επώνυμους» να καβαλάνε το καλάμι για να κάνουν τελικά ζημιά στο ελληνικό κρασί.