Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να δημιουργήσετε ένα αμπελώνα με σκοπό την πώληση του κρασιού που θα προκύψει από αυτό. Αφού αποφασίσετε τον τόπο που θα το φυτέψετε θα πρέπει στη συνέχεια να επιλέξετε την κατάλληλη ή τις κατάλληλες ποικιλίες. Για το σκοπό αυτό είστε υποχρεωμένοι να συμβουλευτείτε τον πιο πρόσφατο σχετικό νόμο για συνιστώμενες & επιτρεπόμενες ποικιλίες ανά αμπελουργική περιφέρεια & Νομό (ΦΕΚ 381 Β της 06-04-2010). Έχοντας ζητήσει επί πλέον και μία σχετική γνωμάτευση από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες εύλογα θα σκεφτείτε ότι έχουν μελετήσει το θέμα με δικά τους μέσα, έχουν με επιμέλεια καταγράψει τα δεδομένα και ότι επομένως μπορείτε να βασιστείτε στις κρατικές συστάσεις.
Ωραία και καλά θα ήταν όλα αυτά αν είχαν γίνει στην πράξη και δεν ήταν απλές ασκήσεις επί χάρτου που βλέπουν κάθε τόσο το φως της ημέρας εδώ και μερικές δεκαετίες. Η ιστορία ξεκίνησε ως μια πραγματική καταγραφή - χαρτογράφηση των ελληνικών ποικιλιών. Τα πράγματα όμως άρχισαν να δυσκολεύουν όταν χρειάστηκε να αντιμετωπισθεί η φύτευση διεθνών ποικιλιών. Τότε ο διαχωρισμός σε επιτρεπόμενο ή μη επιτρεπόμενο εξελίχθηκε σε μία διαδικασία που είχε σαν κύριο στόχο να περιορίσει την φύτευση των διεθνών ποικιλιών, χρησιμοποιώντας ως θεωρητικό πρόσχημα την καταλληλότητα τους. Αν πράγματι ήταν αυτή η πρόθεση, το αποτέλεσμα ήταν αποτυχημένο, αφού δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις φυτεύσεις σε προστατευόμενες ζώνες όπως η Νεμέα, και Ραψάνη στις οποίες έχουν ήδη φυτευτεί αρκετές διαφορετικές διεθνείς ποικιλίες.
Συνάδελφος είχε την ατυχή έμπνευση να επιδιώξει την φύτευση σε ιδιοκτήτη έκταση σε νησί των Κυκλάδων, στο οποίο δεν υπάρχει και ούτε μάλλον έχει υπάρξει ποτέ κάποιος αξιόλογος αμπελώνας. Πλην όμως συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση των υπηρεσιών και του απαγορεύτηκε να φυτέψει τις ποικιλίες που επιθυμούσε. Η δικαιολογία ήταν ότι δεν περιλαμβάνονταν στο κατάλογο που όπως είπαμε πιο πάνω ήταν προϊόν θεωρητικής προσέγγισης. Φυσικά καμία ποικιλία, από τις αναφερόμενες ή αποκλειόμενες, δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ και από κανέναν στο συγκεκριμένο νησί. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας φέρνοντας, χωρίς φανερό λόγο σε σύγκρουση τις δημοσιές υπηρεσίες με όσους θέλουν να φυτέψουν αμπελώνα. Το αποτέλεσμα είναι μία άκρως αρνητική κατάσταση η οποία το μόνο που δεν υποστηρίζει είναι το Ελληνικό κρασί.
Η πραγματικότητα είναι πολύ απλή. Στην Ελλάδα από την Κρήτη μέχρι το Νευροκόπι μπορείτε να φυτέψετε και να πάρετε σταφύλια κατάλληλα για κρασί από οπουδήποτε διεθνή ή ελληνική ποικιλία αρκεί να σεβαστείτε τον αυτονόητο κανόνα του πόσο σωστά και γρήγορα ωριμάζει το σταφύλι. Παράδειγμα αποτελεί το Cabernet Sauvignon που καλλιεργείται πλέον με επιτυχία από άκρη σε άκρη της Ελλάδας. Οι περιοχές ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ πλέον) αποκλειστικά από ελληνικές ποικιλίες (με μισή μόνον εξαίρεση), όχι μόνον είναι πολύτιμες οικονομικά και πολιτιστικά αλλά ορισμένες έχουν ανάγκη διεύρυνσης, όπως για παράδειγμα το Σαββατιανό της Αττικής. Εξαιρουμένων των κρασιών που προέρχονται από αυτές όλα τα υπόλοιπα κρασιά θα έπρεπε πολύ απλά να είναι προϊόν της βούλησης του εκάστοτε παραγωγού και να έχουν την αυτονόητη ταυτότητα της ποικιλίας και του τόπου από τον οποίο προέρχονται με μόνη προϋπόθεση να μην πρόκειται για ονόματα περιοχών που είναι καθιερωμένες ως ΠΟΠ. Κατά τα άλλα εάν πράγματι στόχος των απαγορεύσεων είναι η διαφύλαξη της ουσίας και υπάρχει η διάθεση της βελτίωσης του Ελληνικού αμπελώνα, το ακέφαλο Ινστιτούτο Αμπέλου θα μπορούσε να λειτουργήσει ξανά και να προσφέρει έργο υποδομής σε συνεργασία με το επίσης αποκεφαλισμένο Ινστιτούτο Οίνου. Εδώ μπαίνει και ένα ερώτημα. Είναι αρκετό ένα Ινστιτούτο Αμπέλου να καλύψει τις ανάγκες όλης της Ελλάδος;. Πόσο επιστημονικό είναι να παραδεχτούμε ότι η φύτευση στην Λυκόβρυση Αττικής, στο Ινστιτούτο Αμπέλου μιας ποικιλίας θα έχει την ίδια συμπεριφορά με μία αντίστοιχη φύτευση της ίδιας ποικιλίας π.χ. στην ορεινή Αιγιαλεία; Υπάρχουν και αν ναι πόσοι είναι οι οργανωμένοι αμπελώνες από τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα για τις κατάλληλες προς φύτευση ποικιλίες, σε όλη την Ελλάδα; Οι «ελληνικές ποικιλίες» από ποιά τράπεζα φυτικού υλικού ξεκινούν και ποιος είναι υπεύθυνος για την φύλαξη τους; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί την ταυτότητα των «ξεχασμένων ελληνικών ποικιλιών»; Ποιος θα επωμισθεί το κόστος ενός αποτυχημένου αμπελώνα; Το συμπέρασμα προβάλλει αβίαστα και είναι ένα εκ των δυο: ή το κράτος είναι ικανό να βοηθήσει τον Έλληνα αμπελουργό και το κάνει με επάρκεια και συνέπεια ή είναι ανίκανο. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση ας σταματήσει να βάζει εμπόδια και ας αφήσει τους ενδιαφερόμενους να πειραματισθούν με δικά τους έξοδα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να θεσπίσει κάποιους λογικούς και απλούς κανόνες για να μην γίνει και το Ελληνικό κρασί χάβρα.