Συχνά πάνω σε πολλά πλέον μπουκάλια κρασιού βλέπουμε μικρές αυτοκόλλητες ετικετούλες με χρυσό, ασημένιο ή χάλκινο φόντο, που αναφέρονται σε κάποιο βραβείο με το οποίο τιμήθηκε το συγκεκριμένο κρασί σε ένα διαγωνισμό εντός ή εκτός Ελλάδας. Αναφέρομαι στους επίσημους και σοβαρούς διεθνείς διαγωνισμούς, όπως αυτός της Θεσσαλονίκης που γίνονται με συγκεκριμένη και πέραν κάθε αμφιβολίας αδιάβλητη διαδικασία. Οι συμμετέχοντες σε αυτούς δοκιμαστές, λόγω του μεγάλου αριθμού των κρασιών που δοκιμάζονται χωρίζονται σε ομάδες, δοκιμάζουν τυφλά με μεγάλη προσοχή και βαθμολογούν τα κρασιά. Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά αποσπά ένα μεγαλύτερο (χρυσό) ή ένα μικρότερο (χάλκινο) βραβείο.
Το ερώτημα που τίθεται, μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας αυτών των διαγωνισμών, είναι γιατί τα κρασιά που κερδίζουν βραβεία δεν καταφέρνουν, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, να επαναλάβουν το θρίαμβο τους τις επόμενες χρονιές. Συχνά δε, δεν καταφέρνουν, στη συνέχεια, ούτε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ανήκουν στη κατηγορία των οινόφιλων που δοκιμάζουν και παρακολουθούν συστηματικά την ποιότητα των νεοεμφανιζόμενων κρασιών. Αντίθετα, βλέπουμε το φαινόμενο κρασιών τα οποία θεωρούνται από τους ειδικούς ως τα καλύτερα, να βρίσκοντας σε πολλές περιπτώσεις στο κάτω μέρος του πίνακα αξιολόγησης ενός διαγωνισμού ή να μην παίρνουν τη παραμικρή διάκριση. Αυτό το φαινόμενο έχει άλλωστε οδηγήσει στην μη συμμέτοχη των εμβληματικών και μεγάλων κρασιών, τα οποία διεθνώς απέχουν από τέτοιου είδους διαγωνισμούς.
Η απάντηση σε αυτή την αντίφαση είναι αρκετά απλή. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς είναι διακεκριμένα άτομα στο τομέα του κρασιού, και κατά τεκμήριο γνώστες της γευσιγνωστικής τεχνικής, σχεδόν όλοι μάλιστα με επαγγελματική ιδιότητα που τους συνδέει στενά με το χώρο. Η ανάμιξη όμως ετερόκλητων (σε επίπεδο οινικής κουλτούρας και προέλευσης) ατόμων σε ένα τραπέζι δοκιμασίας έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση κάθε είδους κοινής αισθητικής και την περιστασιακή δημιουργία μιας ανομοιογενούς ομάδας ως προς την αισθητική αντίληψη. Αυτό οδηγεί μοιραία την παράγωγη ανόμοιων και μη συγκρίσιμων μεταξύ τους αποτελεσμάτων. Προσθέστε τώρα και το πολλαπλασιαστικό φαινόμενο της ανομοιογένειας από ομάδας σε ομάδα και θα έχετε ως αποτέλεσμα μία απολύτως λογική και αναμενόμενη μη επαναληψιμότητα των αποτελεσμάτων. Αυτό είναι φανερό σε όσους κάνουν το κόπο να μελετήσουν τα αποτελέσματα από χρονιά σε χρόνια. Η συγκεκριμένη έλλειψη επαναλαμβανόμενων αποτελεσμάτων είναι τόσο φανερή που τελικά θέτει σε αμφιβολία την χρησιμότητα τους. Αυτό πρακτικά φαίνεται και από το γεγονός ότι ο καταναλωτής, κυριότατα δε ο έμπειρος οινόφιλος, δοκιμάζοντας ένα κρασί με χρυσό βραβείο το πιθανότερο είναι να απογοητευτεί από την προσδοκία που του είχε δημιουργήσει η ύπαρξη του χρυσού κλπ. αυτοκόλλητου. Για να μην αναφερθούμε στα κρασιά με ιδιαιτερότητες και προσωπικότητα, δηλαδή συχνά τα πιο ενδιαφέροντα, και γιατί όχι, τα καλύτερα τα οποία κατά κανόνα έχουν καμία πιθανότητα στην προκρούστια κλίνη των διαγωνισμών.
Το ηθικό δίδαγμα από όσα προανέφερα προκύπτει αβίαστα. Τόσο οι διαγωνισμοί όσο και τα βραβεία/μετάλλια που απονέμουν, είναι χρήσιμα. Αν μη τι άλλο αναφέρονται στο κρασί και του δίνουν δημοσιότητα. Ο οινόφιλος καλώς κάνει και λαμβάνει υπ’ όψιν τις διακρίσεις. Οφείλει όμως να έχει πάντα υπ’ όψιν του ότι το βραβείο που κοσμεί τη φιάλη δεν είναι παρά ένα «ενσταντανέ» προερχόμενο από μία ομάδα ανθρώπων με διαφορετικές, συχνά, αντιλήψεις περί του καλού. Η σύνθεση που προκύπτει ως εξ’ αυτού δεν είναι πάντα βέβαιο ότι απονέμει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».