Είναι 1987, έχω μόλις τελειώσει το σχολείο και κατά ένα μαγικό τρόπο κολλάω το μικρόβιο του κρασιού. «Επενδύω» όλα μου τα χρηματικά δώρα για την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο στην αγορά κρασιών από τα Cellier, γράφομαι μέλος στα wine clubs που είχαν μόλις ξεκινήσει να λειτουργούν (Athenian Wine Club και Ελληνική Ακαδημία Οίνου), και κάπως έτσι ξεκινάει ένα πάθος, ένα ψώνιο αν προτιμάτε, που έμελλε να εξελιχθεί σε επάγγελμα.
Θα μου πείτε, καλά όλα αυτά, αλλά τι σχέση έχουν με τον Νίκο Λαζαρίδη; Προφανώς καμία. Απλώς, όταν έλαβα την πρόσκληση για να επισκεφθώ τη Δράμα όπου το Chateau Nico Lazaridi γιόρταζε τα είκοσι χρόνια του, συνειδητοποίησα ότι έχουμε κοινά επαγγελματικά γενέθλια. Και συγκινήθηκα κατά κάποιον τρόπο… καλά, ας πούμε ότι χάρηκα, μη γίνομαι και μελό.
Όλα λοιπόν ξεκίνησαν εκεί, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο Νίκος Λαζαρίδης προσβλήθηκε και αυτός από το μικρόβιο του κρασιού και αποφάσισε να επενδύσει στην περιοχή του και να αναβιώσει την αμπελοοινική παράδοση της Δράμας. Η πρώτη οραγανωμένη οινοπαραγωγική μονάδα της περιοχής είναι γεγονός και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο Chateau Lazaridi.
Ο Νίκος Λαζαρίδης υπήρξε πρωτοπόρος όχι μόνο επειδή δημιούργησε ορισμένα σπουδαία κρασιά, ούτε επειδή χρησιμοποίησε διεθνείς ποικιλίες. Το σημαντικότερο είναι ότι υπήρξε ο δημιουργός μιας αμπελουργικής ζώνης που αποδείχθηκε ότι είναι από τις σημαντικότερες στην Ελλάδα. Δεν έχει νόημα να μιλήσω εδώ για την περιοχή της Δράμας. Η αξία της είναι προφανής για οποιονδήποτε ασχολείται έστω και ελάχιστα με το κρασί. Εδώ παράγονται αρκετά από τα καλύτερα και δημοφιλέστερα ελληνικά κρασιά. Ενώ ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι όλο το κρασί που παράγεται στην περιοχή κυκλοφορεί μόνο ως εμφιαλωμένο, κάτι για το οποίο ελάχιστες αμπελουργικές ζώνες του κόσμου μπορούν να περηφανεύονται.
Προσωπικά, όμως, πιστεύω ότι ο Νίκος Λαζαρίδης υπήρξε πρωτοπόρος για έναν ακόμη λόγο. Το ερυθρό «Μαγικό Βουνό». Είναι ίσως ο μόνος Έλληνας οινοπαραγωγός που τόσο νωρίς διείδε την προοπτική ενός μεγάλου ελληνικού κρασιού και όχι μόνο προσπάθησε να το δημιουργήσει, αλλά κατάφερε να χτίσει και τον ανάλογο μύθο. Δεν νομίζω μέχρι σήμερα να έχει υπάρξει πιο επιθυμητό κόκκινο ελληνικό κρασί. Και δικαίως. Επανειλημμένα το «Μαγικό Βουνό» έχει διακριθεί σε «τυφλές» και φανερές γευστικές δοκιμές.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα η γευστική δοκιμή του ΕΥ ΖΗΝ του περασμένου μήνα, στην οποία το ερυθρό «Μαγικό Βουνό» κατέλαβε την πρώτη θέση, ξεπερνώντας το 90 στα 100! Βέβαια η υψηλή ποιότητα είναι ένα μόνο –το βασικότερο– συστατικό μιας τέτοιας επιτυχίας και το σπουδαίο είναι ότι το «Μαγικό Βουνό», εκτός από υποδειγματικό κρασί, έχει ευτυχήσει να συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πολύ πετυχημένου προϊόντος.
Αμπέλια, ετικέτες και οινοποιεία
Μιλώντας όμως μόνο για το «Μαγικό Βουνό», αδικούμε τα υπόλοιπα σημαντικά κρασιά του Κτήματος. Σήμερα, η αμπελουργική δραστηριότητα της Nico Lazaridi εκτείνεται ανάμεσα στις κοινότητες Αγοράς, Πηγαδίων και Αδριανής, στην περιοχή της Δράμας. Περιλαμβάνει 800 στρέμματα αμπελώνων γραμμικής μορφής, εκ των οποίων τα 550 στρέμματα αποτελούν ιδιοκτησία της εταιρείας και τα υπόλοιπα ανήκουν σε συμβεβλημένους με την εταιρεία αμπελοκαλλιεργητές.
Το κλίμα στην περιοχή είναι μεσογειακό – εύκρατο και ξηρό, ανάλογα με την εποχή. Τα αμπέλια προστατεύονται από τα γύρω βουνά και το περιβάλλον προσφέρει ιδανικές συνθήκες για την καλλιέργεια των ποικιλιών Sauvignon Blanc, Semillon, Ugni Blanc, Chardonnay, Grenache Rouge, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Merlot, Syrah, Sangiovese, αλλά και των ελληνικής καταγωγής Greco di Tufo, Aglianico και Grecanico, τα οποία καλλιεργούνται πειραματικά. Εδώ υπάρχει το πρωτοποριακό οινοποιείο «Chateau Nico Lazaridi», όπου παράγεται η βασική σειρά κρασιών της εταιρείας.
Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στις παρυφές του Παγγαίου, στην Καβάλα, υπάρχουν 80 ακόμη στρέμματα γραμμικών αμπελώνων και το οινοποιείο «Μακεδών». Το νέο project της Nico Lazaridi, τέλος, είναι πολύ πιο μακριά, στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, όπου ολοκληρώνεται το τρίτο οινοποιείο. Εκεί όπου δημιουργούνται από φέτος τα κρασιά της Οινοποιίας Μυκόνου, η οποία κατά 78% ανήκει στη Nico Lazaridi.