Μετά από σπουδές Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η απόφαση για σπουδές στην Οινολογία ήταν μάλλον τυχαία. Το Μπορντό ήταν η αποκάλυψη ενός άλλου κόσμου, που βασιζόταν στην οινική κουλτούρα. Ευτυχώς, στην Ελλάδα η εργασία του για δέκα χρόνια στην Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων ήταν μια θαυμάσια εμπειρία με οινοποιήσεις σε Αττική, Νεμέα, Πάρο, παραγωγή αποσταγμάτων κρασιών, ούζου και καθαρής αλκοόλης. Ακολούθησαν πέντε χρόνια γόνιμης δουλειάς στην Ελληνική Ακαδημία Οίνου και ξεκίνημα της συνεργασίας με το Αθηνόραμα. Τώρα διδάσκει Τεχνολογία Αποσταγμάτων και Γευσιγνωσία στο τμήμα Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών στο ΤΕΙ Αθήνας. Έγραψε καμία δεκαριά βιβλία, από την «Οινολογία» μέχρι την «Ποτογραφία», που ανανεώνει με σταθερό ρυθμό.
«Εγκατέλειψα την οινοποίηση, όταν αντιλήφθηκα ότι οι παραγωγοί τα ήξεραν όλα! Χάρη και στα βιβλία μου, θα ήθελα να ελπίζω» λέει. Οριστικά έφυγε από την οινοποίηση, όταν διαπίστωσε ότι κάποιοι απόφοιτοι του τμήματος ήταν καλύτεροι οινολόγοι από εκείνον. «Άλλωστε αυτή είναι η χαρά του καθηγητή!»
Έστω και αργά, ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια και τελείωσε πέρυσι ένα διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, με θέμα την παραγωγή κρασιών με ακινητοποιημένες ζύμες. «Αν και ο τεχνολογικός εξοπλισμός των ελληνικών οινοποιείων βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και η γνώση έχει πια διαδοθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα στην έρευνα όσον αφορά τον τρόπο οινοποίησης και τη σύσταση των κρασιών από ελληνικές ποικιλίες, τομέας πάνω στον οποίο δεν υπάρχουν επιστημονικά πειραματικά δεδομένα, εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης. Οι όποιες βελτιώσεις μπορούν να γίνουν από εδώ και πέρα στο ελληνικό κρασί, χωρίς έρευνα θα είναι εξαιρετικά αργές.
Οινοποίηση χωρίς έρευνα για τις ποικιλίες είναι ραντεβού στα τυφλά, που μερικές φορές μπορεί και να πετύχει», όπως λέει. Σταδιακά παρατηρούμε τη συρρίκνωση των πολύ μεγάλων οινοποιείων, ιδιωτικών και συνεταιριστικών, και τη δημιουργία πολλών μικρών. Η ελπίδα του είναι η αύξηση των εμφιαλωμένων κρασιών σε βάρος των χύμα, πράγμα που σημαίνει περισσότερες θέσεις για οινολόγους και μεγαλύτερες επιλογές για τον Έλληνα καταναλωτή.