Η ιστορία ξεκίνησε πριν από τρεις γενιές στην πατρίδα του τσίπουρου, τη Θεσσαλία, και από το «καζαναριό της εκκλησίας του χωριού τους». Ένα χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου που επέτρεπε την παραγωγή και την τυποποίηση του τσίπουρου από επίσημες αποσταγματοποιίες, το 1989, ο Μάκης και ο Κώστας Τσιλιλής κυκλοφόρησαν το εμφιαλωμένο τσίπουρο Τσιλιλή. Ο Μάκης Τσιλιλής, υπεύθυνος παραγωγής της ομώνυμης ποτοποιίας, παραδέχεται ότι το τσίπουρο πέρασε πολλές «παιδικές ασθένειες» μέχρι να ενηλικιωθεί, να αναδειχτεί και να κερδίσει το ευρύ κοινό. Ρωτάω για τα χύμα τσίπουρα που βρίσκουμε συχνά πυκνά μπροστά μας κι έρχεται η απάντηση υπό μορφήν ερώτησης: «Θα δίνατε στο παιδί σας γάλα από ένα λευκό μπουκάλι στο οποίο δεν αναγράφονται ο παραγωγός, η ημερομηνία λήξης ή το αν έχει παστεριωθεί;» Και συνεχίζει: «Ό,τι ζημιά μπορεί να επιφέρει ένα μολυσμένο γάλα από ιούς και μικρόβια στον παιδικό οργανισμό μπορεί να προκαλέσει κι ένα αλκοολούχο ανώνυμο ποτό σε έναν ενήλικο». Εστιάζει ιδιαίτερα στη διαδικασία ελέγχου από τους γεωπόνους του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και την έγκριση του Γενικού Χημείου του Κράτους και σπεύδει να εξηγήσει ότι, ενώ το χύμα τσίπουρο μπορεί να παράγεται από στέμφυλα, σύκα, κούμαρα και άλλα φρούτα, το εμφιαλωμένο τσίπουρο παράγεται από την απόσταξη οινοποιήσιμων στεμφύλων
(σ.σ.: στέμφυλα είναι οι φλούδες του σταφυλιού), οπότε δεν πρέπει να συγκρίνονται τα δυο τους.
Και μια και μιλάμε για συγκρίσεις, περνάω στην αγαπημένη ερώτηση-κλισέ. περί της grappa –τσίπουρο το ιταλικόν– και της εισόδου της στα παγκόσμια σαλόνια. «Όσον αφορά την ποιότητά του, το ελληνικό τσίπουρο δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από την grappa, τουναντίον πολλές φορές είναι πολύ καλύτερο», απαντάει ο Μάκης Τσιλιλής. «Όμως έχουμε να ζηλέψουμε το ιταλικό κράτος, το οποίο πριν από έναν αιώνα ξεκαθάρισε το τοπίο ανάμεσα στη χύμα και την εμφιαλωμένη grappa. Είναι αξιοζήλευτη επίσης η αντιμετώπιση των ίδιων των Ιταλών καταναλωτών. Την grappa την αγκάλιασαν ακομπλεξάριστα και την ανέδειξαν στο πρώτο σε κατανάλωση αλκοολούχο ποτό στη χώρα τους, αφήνοντας πίσω άλλα ξενόφερτα ποτά». Εμείς, πάλι, ομολογουμένως την έχουμε μια ξενολατρία. Τα ξένα προϊόντα τα υιοθετούμε απνευστί, ενώ τα εγχώρια συνήθως τα περνάμε από κόσκινο…
Ακόμη κι αν σε σχέση με την grappa θεωρείται λαϊκό ποτό, τους έχει τους κανόνες του και το τσίπουρο: όσον αφορά το συνδυασμό του με το νερό και τον πάγο καθώς και με τις διάφορες γεύσεις. Σύμφωνα με τον Μάκη Τσιλιλή: «Το τσίπουρο με γλυκάνισο συνήθως καταναλώνεται αραιωμένο με νερό, για να απελευθερωθούν καλύτερα τα αρώματά του, ενώ το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο πίνεται δροσερό και σκέτο ή αραιωμένο με λίγο δροσερό νερό κι ενδεχομένως με την προσθήκη μικρής ποσότητας πάγου. Το μεν πρώτο ταιριάζει ιδανικά με πικάντικα παραδοσιακά πιάτα, όπως το σπεντζοφάι, οι πιπεριές τουρσί ή τα ντολμαδάκια, και με πιάτα ψαρικών και θαλασσινών, όπως οι γαρίδες σαγανάκι και ο μαριναρισμένος γαύρος. Το δε δεύτερο με μπουκίτσες ριγανάτου χοιρινού και πικάντικα τυριά, fingerfood κοτόπουλου και λαχανικών αλλά και θαλασσινά πιάτα, όπως τα αχνιστά μύδια, οι αχιβάδες και ο τηγανητός μπακαλιάρος. Όπως και με σιροπιαστά επιδόρπια και μους λεμονιού». Έτοιμο, λοιπόν, το μενού στην περίπτωση που αποφασίσετε να σχεδιάσετε τσιπουρο-γευσιγνωσία. Συζητάμε, τέλος, και για μια μικρή ποσότητα τσίπουρου στον καφέ –ο ελληνικός corretto– καθώς και για το τσίπουρο στο μπαρ, όπου μπορεί να λειτουργήσει είτε ως πρώτη ύλη για κοκτέιλ είτε –στην περίπτωση που είναι παλαιωμένο σε δρύινα βαρέλια– «όπως ένα καλής ποιότητας ουίσκι ή κονιάκ».