Θα πιείτε ένα λικεράκι; Πόσο συνηθισμένη δεν ήταν αυτή η φράση μέχρι πριν από 20-25 χρόνια στα ελληνικά σπίτια. Φανταστείτε ότι κάποτε η μέντα ήταν «must» μετά το φαγητό. Ο gourmet του 1960 στα καλά εστιατόρια της εποχής παράγγελνε μετά το φαγητό ένα «πίπερμαν».
Ήταν παράδοση κάθε νοικοκυρά να φτιάχνει το δικό της λικέρ στο σπίτι της. Στη δεκαετία του 1970 τα λικέρ βρίσκονταν σε κάθε σαλόνι, σε κάθε «σκρίνιο» που σεβόταν τον εαυτό του. Πολλά άλλαξαν από τότε, άλλες μόδες ήρθαν, άλλες συνήθειες αποκτήθηκαν, άλλες οι ανάγκες του σήμερα. Τα λικέρ κυρίως τη δεκαετία του 1980 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 σχεδόν ξεχάστηκαν. Όχι μόνο στη χώρα μας. παντού. Και τότε μια νέα μόδα χτύπησε την Ευρώπη και την Αμερική: τα κοκτέιλ. Ντελίριο, με παλιές και νέες συνταγές.
Στα κοκτέιλ όμως τα λικέρ είναι απαραίτητα. Η ευφάνταστη χρήση τους δίνει χρώμα, γεύση και χαρακτήρα σε ένα κοκτέιλ. Είναι κάτι σαν τα μπαχαρικά στο φαγητό. Έτσι, ξαναθυμηθήκαμε λικέρ με ιστορία, που μπορούν να συνεισφέρουν στην αναζήτηση για πρωτότυπα κοκτέιλ, αλλά στέκονται εξίσου καλά και μόνα τους.
Μοναχικό ελιξίριο
Αυτόν το μήνα θα ασχοληθούμε με δύο λικέρ από την παλιά φρουρά, την πολύ παλιά φρουρά. Η ιστορία του πρώτου έχει τις ρίζες της στον 11ο αιώνα με τη δημιουργία του μοναστικού τάγματος των Chartreuse (Σαρτρέζ) από τον Bruno, πρύτανη του πανεπιστημίου της Ρεμς, που αποφάσισε να μονάσει το 1084. Το μεσαίωνα οι μοναχοί ήταν πανεπιστήμονες: Γιατροί, μαθηματικοί, φιλόσοφοι, αστρονόμοι και, κυρίως, αλχημιστές.
Οι προσπάθειές τους να φτιάξουν το ελιξίριο της ζωής είχαν ως αποτέλεσμα πολλά υπέροχα ποτά από βότανα και μυρωδικά. Ένα από αυτά έφτιαξαν και οι μοναχοί του τάγματος των Chartreuse το 1737 στην περιοχή της Grenoble στους πρόποδες των Άλπεων. Η πρωτότυπη συνταγή ήρθε στα χέρια τους το 1605 από έναν ακόλουθο του βασιλιά Ερρίκου του 4ου. Ακόμη και σήμερα η συνταγή είναι γνωστή μόνο σε τρεις μοναχούς, και το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι πάνω από 130 βότανα και μυρωδικά από την περιοχή των Άλπεων παραμένουν μέσα σε οινόπνευμα για άγνωστο χρόνο, μετά αποστάζονται και το προϊόν της απόσταξης αναμιγνύεται με απόσταγμα μελιού και σιρόπι ζάχαρης, και κατόπιν παλαιώνει σε τεράστια ξύλινα βαρέλια για πάρα πολλά χρόνια.
Το αρχικό ελιξίριο είχε περιεκτικότητα σε οινόπνευμα 71%, αλλά το 1764 οι μοναχοί αποφάσισαν, για να το κάνουν πιο εμπορικό, να τη μειώσουν στο 55%, κάτι που ισχύει και σήμερα για το λεγόμενο Πράσινο Chartreuse. Το 1838 έβγαλαν και μια πιο μαλακή και γλυκιά μορφή που επειδή δεν είχε τόσο έντονο πράσινο χρώμα, το ονόμασαν κίτρινο Chartreuse, με περιεκτικότητα 40% σε οινόπνευμα.
Βέβαια, για κάποιους σκληροπυρηνικούς, που θα ήθελαν να δοκιμάσουν πώς ήταν το αρχικό ποτό, παρασκευάζεται και σήμερα το Herbal Elixir de la Grand Chartreuse με 71% οινόπνευμα και την ίδια γεύση που είχε το 1737 (έτσι τουλάχιστο λένε οι μοναχοί. άνθρωποι του Θεού είναι, ψέματα θα πουν;). Αυτό πίνεται σε μικρές ποσότητες, είτε σε νερό με ζάχαρη είτε σε ζεστό καφέ. Το κίτρινο και το πράσινο κυρίως χρησιμοποιούνται σε κοκτέιλ, όπως το Chartini (ένα μέρος Chartreuse πράσινο και τρία μέρη Gin) ή το Jungle (ένα μέρος Cachaca, ένα μέρος κίτρινο Chartreuse και οκτώ μέρη χυμός ανανά).
Πράγματι, grand…
Το δεύτερο λικέρ είναι πολύ διάσημο, ίσως το πιο διάσημο. Το Grand Marnier φτιάχτηκε από μια οικογένεια. Το 1827 ο Jean Baptiste Lapostolle άνοιξε ένα μικρό αποστακτήριο στο Neauphle le Chateau, κοντά στο Παρίσι κι έγινε γρήγορα έγινε γνωστός. Ο γιος του Eugene Lapostolle είχε τη φαεινή ιδέα το 1870 να πάει στην περιοχή του Κονιάκ. Εντυπωσιασμένος από την κουλτούρα της, επέστρεψε έχοντας μαζί του και κάποια μπουκάλια από παλιά κονιάκ. Στο μεταξύ, ο άνδρας της κόρης του Louis Alexandre Marnier Lapostolle είχε έτοιμο το 1880 ένα πρωτοποριακό για την εποχή λικέρ, μίγμα κονιάκ και πορτοκαλιών. Το πορτοκάλι ήταν τότε εξωτικό φρούτο: φανταστείτε τον τρόμο των Γάλλων στο άκουσμα αυτής της μίξης.
Ο Louis Alexandre κυκλοφόρησε το λικέρ του στην αγορά, με το «μετριοπαθές» όνομα Grand Marnier. Ο στενός φίλος του και διάσημος σεφ Escoffier το έκανε γνωστό σε όλη την καλή κοινωνία στο Παρίσι. Έφτιαξε μάλιστα και ένα πιάτο χρησιμοποιώντας Grand Marnier, την Crepe Suzette, προς τιμήν μιας φίλης του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 7ου. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Σήμερα το Grand Marnier είναι το πρώτο σε πωλήσεις γαλλικό λικέρ και εξάγεται σε πάνω από 150 χώρες. Τη βελούδινη γεύση του την οφείλει στα πολύ καλά κονιάκ που χρησιμοποιούνται, και το εξωτικό άρωμά του στα πορτοκάλια από την Καραϊβική, της ποικιλίας Citrus Bigardia. To 1927 για να γιορτάσουν τα εκατό χρόνια της φίρμας, παρουσίασαν το Cuvee du Centenaire, που έχει κονιάκ 25 ετών και παλαιώνει με το απόσταγμα από τις φλούδες των πορτοκαλιών για άλλα τρία χρόνια, και το 1977 για τα 150 χρόνια λανσάρισαν το Cuvee Speciale Cent Cinquantenaire, που έχει κονιάκ 50 ετών και παλαιώνει για άλλα πέντε χρόνια με το απόσταγμα των πορτοκαλιών.
Το απλό GM, το Cordon Rouge, είναι συστατικό σε πολλά διάσημα κοκτέιλ, όπως το Grand Cosmopolitan (Vodka Citron, GM, χυμός βατόμουρο και χυμός λεμόνι), το Grand Mimosa (GM, φρέσκος χυμός πορτοκάλι και σαμπάνια), το Pink Caddy (GM, Tequila, Triple sec, χυμός βατόμουρο και χυμός λεμόνι), και το σφηνάκι Β-52 (GM, Kahlua και Baileys). Τις επετειακές εκδόσεις του GM καλό είναι να τις πίνουμε σκέτες σε ποτήρι του κονιάκ.