Πότε έγιναν τα κοκτέιλ σοβαρή υπόθεση; Πότε σήκωσαν υπεροπτικά το φρύδι; Πότε έπαψε το κοκτέιλ να σημαίνει φανταχτερά χρώματα και ομπρελίτσες και έγινε αντικείμενο ποιοτικών φωτογραφικών λευκωμάτων και master class στα μπαρ ακριβών ξενοδοχείων; Και πότε τα κοκτέιλ-μπαρ σταμάτησαν να είναι φωτισμένες με νέον τρύπες, με πινακίδες για happy hour και ladies nights και άρχισαν να συμμετέχουν σε γευστικούς διαγωνισμούς;
Από πότε το προσωπικό των μπαρ απαρτίζεται από νέους επαγγελματίες που ξοδεύουν χρόνο συζητώντας αν τους αρέσει να τους αποκαλούν «mixologists»; Τα μπαρ διαθέτουν πια καταλόγους με εκτενείς περιγραφές και η επιλογή συγκεκριμένου ποτού αποτελεί ξεκάθαρα στοιχείο του γούστου, του χαρακτήρα και της φινέτσας του καθενός. Την ανάγκη αυτή και την αναζήτηση νέων γεύσεων και αρωμάτων ήρθαν να καλύψουν τα premium cocktails. Οι μπάρμαν πλέον χειρίζονται τα ποτά σαν τα πιάτα: τα θέλουν όμορφα και ισορροπημένα.
Σχετικά με τη βότκα
Ένα άχρωμο, διάφανο ποτό με λίγα «ρινικά» ερεθίσματα, από απόσταγμα πατάτας ή δημητριακών που έχουν περάσει από ζύμωση και άλλα υλικά. Το όνομά της προέρχεται από τη σλάβικη λέξη «voda» που σημαίνει νερό. Αποτελείται από νερό και αλκοόλ σε ποσοστό που μπορεί να φτάνει από 35-70% (η κλασική ρωσική βότκα περιέχει 40% αλκοόλ). Οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν ποιοτικές παρασκευές και ωραίες συσκευασίες με αποτέλεσμα τη γέννηση της premium κατηγορίας βότκας, που
διακρίνεται για τη διαύγεια και την απαλή της γεύση.
Σχετικά με το τζιν
Η βάση αυτού που λέμε «η αμερικάνικη συνεισφορά στον πολιτισμό», δηλαδή του dry martini. Ο προκάτοχός του ήταν ένα τονωτικό ποτό από κυπαρίσσι που φτιαχνόταν το 14ο αιώνα σαν φάρμακο για την πανούκλα. Ένα ποτό για εκείνους που αναζητούν χαρακτήρα, γεύση και κληρονομιά. Παράγεται από την απόσταξη δημητριακών και «μούρων» κέδρου. Η αυθεντική του γεύση είναι πολύ ξηρή, αλλά ο πιο γνωστός τύπος τζιν που χρησιμοποιείται για κοκτέιλ είναι το «London dry gin».
Σχετικά με το ρούμι
Αρώματα καραμέλας, βανίλιας, έντονη αίσθηση ξύλου αλλά και πορτοκαλιού, σοκολάτας και γλυκών αρωμάτων. Το παλαιωμένο ρούμι έχει μια τέτοια φινέτσα, που το μπερδεύεις κάλλιστα με μπράντι. Φτιάχνεται από αποστάγματα ζαχαροκάλαμου και υποπροϊόντων του και παλαιώνεται σε δρύινα βαρέλια. Καλύτερα ρούμια θεωρούνται εκείνα της Καραϊβικής αλλά και εκείνα που παράγονται κατά μήκος του ποταμού Demerara στη Νότια Αμερική.
Σχετικά με την τεκίλα
Η τεκίλα μπορεί να παραχθεί μόνο στο Μεξικό, στην ομώνυμη περιοχή. Προέρχεται από τη ζύμωση των χυμών ενός είδους κάκτου που ονομάζεται μπλε αγαύη. Η τεκίλα με 100% αγαύη βάση νόμου πρέπει να εμφιαλώνεται και να παράγεται στο Μεξικό και η τεκίλα με 51% αγαύη που μπορεί να εμφιαλώνεται και σε άλλες χώρες. Η λευκή τεκίλα που μένει σε βαρέλι από δύο μήνες έως ένα χρόνο ονομάζεται reposado. πάνω από ένα χρόνο an~ejo (δηλαδή παλαιωμένη) και οι παλαιωμένες για περισσότερα από οκτώ χρόνια λέγονται riserva.