Έχουν ομοιόμορφο σχήμα, μέγεθος και χρώμα, ορισμένοι υποστηρίζουν πως τα ξεχωρίζουν και από τη μυρωδιά (άλλά δεν παίρνουμε και όρκο) και το κρέας τους είναι πιο παχύ, ίσως περισσότερο από όσο αγαπούν οι φανατικοί των πελαγίσιων, αλλά αυτό εξαρτάται από τα γούστα. Όσο για τα θρεπτικά συστατικά τους, δεν υπολείπονται σε τίποτα από τα υπόλοιπα. Αρκετά ψαράδικα τα προτιμούν (αποτελούν περίπου το 50% του τζίρου, αν και το 70% της παραγωγής διοχετεύεται στο εξωτερικό), αφού τους εξασφαλίζουν καθημερινές προμήθειες, αντίθετα με τα πελαγίσια που η προσφορά τους εξαρτάται από τον καιρό και την εποχή.
Στην Ευρώπη, οι ελληνικές τσιπούρες έχουν λαμπρή φήμη, μια και είμαστε πρώτη χώρα παραγωγής. Όσο για τα πιο γνωστά στην Ελλάδα, εκτός από τα ιχθυοτροφεία Χίου όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιπούρας και λαβρακιού στον κόσμο και τα ιχθυοτροφεία Μυτιλήνης, Κεφαλονιάς και Καβάλας, τα ψαράδικα προμηθεύονται θαλασσινά από τα οστρακοτροφεία του Πόρτο Λάγος, που δίνουν ωραία μύδια, κυδώνια και γυαλιστερές. Αν και δεν υπάρχουν κανόνες, ένας καλός τρόπος για την εξακρίβωση της ποιότητας του ψαριού ιχθυοτροφείου είναι το καρτελάκι με την ταυτότητα του παραγωγού, το οποίο φέρει σφραγίδα προέλευσης και πιστοποίηση, ειδικά αν πρόκειται για βιολογικές ιχθυοκαλλιέργειες – ναι, τα μοναδικά βιολογικά ψάρια που υπάρχουν στην αγορά είναι τα ψάρια ιχθυοτροφείου.
Το μεγάλο ατού των ψαριών ιχθυοτροφείου είναι η χαμηλή τους τιμή, αν και πολλές τσιπούρες ιχθυοτροφείου βαπτίζονται εν μια νυκτί ανοιχτού πελάγους από κάποιους ασυνείδητους... Όσον αφορά το μαγείρεμα, ακριβώς επειδή είναι κάπως νωχελικά και δεν κάνουν τις τσάρκες τους όπως τα πελαγίσια, έχουν περισσότερο λίπος, είναι καλύτερα ψητά παρά τηγανητά. Μαγειρευτά ή σούπα πάντως κρίνονται άκρως ικανοποιητικά. (Aξεπέραστη πηγή, ο σπάνιος, πλέον, πολύτιμος οδηγός «Τα ψάρια και η μαγειρική τους», του λαμπρού γνώστη του θέματος Θέμου Ποταμιάνου, από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.)