Την παράσταση του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου και του Μιχάλη Μαθιουδάκη την είχα πρωτοδεί στην κεντρική σκηνή του Gazarte, στο Athens Comedy Festival. Θυμάμαι πως όταν έπεσε η αυλαία ήταν αναμφίβολα μία από τις φεστιβαλικές στιγμές που απέδειξαν στο κοινό πως το εγχώριο standup έχει ένα δυναμικό, απόλυτα σύγχρονο προφίλ να δείξει, με υφολογικές βαριάντες και πρωτοποριακά βήματα. Σήμερα πλέον, με μία απόσταση ασφαλείας από την επιτυχία εκείνου του τριήμερου κωμωδίας, το «Στα Πλάγια» έχει μπει σε μια αξιοζήλευτη τροχιά στο δεύτερο χρόνο παραστάσεών του, όσο η μία sold out βραδιά διαδέχεται την άλλη και οι αλλεπάλληλες παρατάσεις έχουν «εγκλωβίσει» το δίδυμο στο ισόγειο του Six d.o.g.s. μέχρι το Πάσχα.
Έτσι τη νύχτα της περασμένης Τετάρτης βρέθηκα στις σκηνοθετικές καρέκλες του γοητευτικά ολόμαυρου gig space της αθηναϊκής «εξάδας σκυλιών» να αναμένω με την ίδια αψάδα το double bill που κλείνει σιωπηλά το μάτι στους Μάιλς και Τζακ από το «Sideways». Ώρα 9 και μισή, λοιπόν. Τα φώτα σβήνουν και ο Βύρωνας Θεοδωρόπουλος ανεβαίνει στο σανίδι. «Πόσοι δεν έχουν ξαναδεί stand up;» Για να έχει τα νότα του καλυμμένα ξεκινά με ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στη φύση αυτού του θεατρικού είδους και τον φόβο για χλευαστικά τρικ προς τους ακροατές (πράγμα που θέλω να πιστεύω πως με το χρόνο θα μοιάζει όλο και πιο περιττό), προχωρώντας μετά σε ένα δουλεμένο, γκρουβαριστό κείμενο, το οποίο αδιόρατα κινούταν γύρω από ένα παιχνίδι γλώσσας και λέξεων –ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο: υδραυλικά εξαρτήματα που σε φέρνουν σε… άβολες καταστάσεις (πώς να ζητήσεις αντλία «μπανάνα» από έναν αντρουά μάστορα;), ονόματα που αποδεδειγμένα δείχνουν ήθος και χαρακτήρα (Ιάκωβος, Παντελής και Στάθης τα καλύτερα παιδιά) και φυσικά το –αγαπημένο του Βύρωνα– επίθετο «πάμπολλα», που για έναν περίεργο λόγο όπου κι αν το κολλήσεις ομορφαίνει την κουβέντα.
Ο Μιχάλης Μαθιουδάκης, με τη σειρά του, ανασκευάζοντας κείμενα από τον προηγούμενο μονόλογό του «Όλο λάθος» δηλώνει «ερωτευμένος με το λάθος» και μας παρασύρει στη γοητεία που αυτό κουβαλά. Πόσο πραγματικά λάθος είναι οι γνωστοί-άγνωστοι θείοι που φτερνίζονται σαν να πέφτει χειροβομβίδα; Ή πόσο λάθος είναι οι φίλοι που ορμάνε στα ξηροκάρπια σαν να μην υπάρχει αύριο και μας αφήνουν μόνο τον αποξηραμένο αρακά; Ή από την άλλη πόσο μα πόσο λάθος είναι το γεγονός πως πλέον δεν μπορείς καν να κάνεις ένα λάθος, μιας και το πανταχού παρόν google ορίζει στιγμιαία το σωστό; Και να σου ένα subtext με φιλοσοφικό ερώτημα από εκεί που δεν το περίμενες. Το υπόγειο τέμπο που κρατά ο Μαθιουδάκης στα κείμενά του χτίζει βήμα-βήμα τα αστεία του, που έρχονται να ξεσπάσουν μέσα από την εκφραστική δυναμικότητά του –για να μην σποϊλάρω θυμήσου το όνομα «Ολάγια».
Και κάπως έτσι έχεις ένα ντουέτο που αλληλοσυμπληρώνεται υφολογικά (αλλά μερικές φορές και θεματολογικά) και σου δίνει έναν οδηγό επιβίωσης σε περίπτωση ροχαλητού, tips για να ξεχωρίσεις τις ξενέρωτες μαζώξεις από τα ορίτζιναλ πάρτι και ένα πακέτο με τις πιο πιασάρικες δικαιολογίες για να τη βγάζεις καθαρή. Δεν διστάζει να μιλήσει για την περίφημη διαδικασία του ελληνικού πένθους και την ελληνική κιτσαρία, να αυτοσαρκαστεί αλλά και να σαρκάσει, να πετάξει μερικούς cringe υπαινιγμούς και σλανγκιές, να πάει από το προσωπικό στο κοινωνικό, σε μια παράσταση που μοιάζει περισσότερο με κουβέντα κάπου μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού.
Περισσότερες πληροφορίες
Στα πλάγια
Το ντουέτο αλληλοσυμπληρώνεται υφολογικά και μας δίνει ένα σύγχρονο οδηγό επιβίωσης μπολισμένο με πολύ χιούμορ