Σαφής και καλοεκτελεσμένη, όχι όμως και απόλυτα δικαιωμένη σκηνική δοκιμή πάνω σε ένα άνισο έργο.
Αν και φαινομενικά παράδοξη, είναι εύλογη η επιλογή να παρουσιαστεί σήμερα, ακόμη και σε μια πειραματική σκηνή, ένα έργο που διαδραματίζεται το 1921 σε μια πλακιώτικη αυλή, εκεί όπου ο Γιάγκος εγκαταλείπει την Τούλα, αφού την έχει αφήσει έγκυο, για να παντρευτεί την Εύα η οποία διαθέτει γνωριμίες. Η Τούλα θα βρεθεί χρεωμένη λόγω της αναγκαστικής έκτρωσης, κάτι που θα οδηγήσει τον βιοπαλαιστή πατέρα της να καταχραστεί χρήματα και την Τούλα σε έναν ανεπιθύμητο γάμο για να τον σώσει. Όλα αυτά ακούγονται μελοδραματικά, όμως τα διλήμματα και η ηθική αλλοτρίωση που επιφέρει η ανέχεια δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεπερασμένα. Το τρίπτυχο «ηθική, έρωτας, χρήμα» είναι αυτό που ορθώς απασχόλησε τον Ανέστη Αζά, μαζί με το ερώτημα πώς θα αναδειχτεί επί σκηνής με σύγχρονο, ενδιαφέροντα τρόπο, καθώς το έργο, αν και διακρίνεται για τις δραματουργικές αξίες τού (έστω πρώιμου) νατουραλισμού, χαρακτηρίζεται επίσης από μελοδραματισμό και ηθογραφικές τυποποιήσεις.
Η σκηνοθετική πρόταση, σαφής και καλοεκτελεσμένη, χαρακτηρίζεται από την αποβολή κάθε ηθογραφικού, μελοδραματικού και σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστικού σκηνικού ύφους. Η γραμμή ερμηνείας που υιοθετεί είναι αυτή της –πολυεφαρμοσμένης στην Ελλάδα– γερμανικής «σχολής», που βασίζεται στην εξπρεσιονιστική ερμηνεία, τη μετα-δραματικότητα και τις διδαχές του επικού θεάτρου. Σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, π.χ., οι ηθοποιοί περιγράφουν το σκηνικό του έργου, αποδίδουν ομαδικά τον ρόλο της κυρα-Κατίνας, ως μια συλλογική φωνή της μικρής κοινωνίας της αυλής, διακόπτουν τη δράση για να κάνουν συνδέσεις με το σήμερα.
Η συγκεκριμένη γραμμή ερμηνείας, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται απαραίτητα καλός σύντροφος του έργου, καθώς λειτουργεί κόντρα στο ρεαλιστικό ύφος του και αποδυναμώνει τη θεατρικότητά του (μια ωραία επιλογή που ανεβάζει καλοδεχούμενα τη θερμοκρασία, η μουσική απόδοση μιας ολόκληρης σκηνής στο ύφος των blues, τραβάει πολύ και τελικά αποδυναμώνεται). Έπειτα οι μετα-δραματικές διακοπές δίνουν τελικά στον θεατή έτοιμη τροφή, αφού του υπαγορεύουν πράγματα που θα μπορούσε να σκεφτεί μόνος του (όπως οι πελατειακές σχέσεις ως διαχρονική παθογένεια του νεοελληνικού κράτους), ενώ η απόφαση να σχηματοποιηθούν σε βαθμό παρωδίας οι ρόλοι που αποτελούν τον παρηκμασμένο κοινωνικό περίγυρο (κυρίως η Εύα και ο Γιάγκος) αδικεί το έργο. Αυτή η ανάγνωση, βέβαια, αναδεικνύει την αλήθεια που φέρουν η Τούλα και ο πατέρας της, οι οποίοι διαφοροποιούνται αισθητικά με εσωτερικές, λιτές ερμηνευτικές αναγνώσεις.
Ουσιαστικά αυτή είναι και η απόλαυση της παράστασης: η φρεσκάδα με την οποία ερμηνεύει η Ηρώ Μπέζου την Τούλα και η ουσιαστικά δραματική παρουσία του Κώστα Κουτσολέλου στον ρόλο του κυρ-Αντώνη, σημεία καμπής σε μια παράσταση που κινδυνεύει να ισοπεδωθεί κάτω από το ψυχρό ύφος ερμηνείας. Πάντως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Β. Καμαράτου, Φ. Παπαχριστοπούλου, Ρ. Προδρόμου, Θ. Σκυφτούλης, Μ. Τιτόπουλος, Ν. Χανάκουλας) υπηρετούν με πίστη και ικανότητα τη σκηνοθετική γραμμή.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ -1 Πανεπιστημίου 48, κέντρο, 2103301881. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Το φιντανάκι
Το ηθογραφικό έργο των αρχών του 20ού αιώνα μοιάζει να είναι εξαιρετικά οικείο, με κομβικό σημείο τη σύγκρουση της οικονομικής ανάγκης των ηρώων με τις επιθυμίες τους.