Δημιούργησε ένα θεσμό δίχως προηγούμενο –τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού–, έδωσε στους θεατές το δικαίωμα της γνώμης, κατηγοριοποίησε τα έργα ανά είδος, εισήγαγε τις avant premieres με ελεύθερη είσοδο, ενώ ο οδηγός του παραμένει ο πληρέστερος της πόλης. Μην το ψάχνετε περισσότερο. Εδώ και σαράντα χρόνια, από τη Μεταπολίτευση μέχρι τα ’80s και από τα μεταμοντέρνα ’90s μέχρι τη νέα χιλιετία, το «α» και το αθηναϊκό θέατρο έχουν γίνει ένα.
Κρατάμε στα χέρια μας το πρώτο τεύχος του «α». Ξέρετε πόσες παραστάσεις παίζονταν τον Οκτώβριο του 1976; Δεκαεπτά. Και πόσες παίζονται σαράντα χρόνια μετά, δηλαδή τον φετινό Οκτώβριο; Εκατόν εβδομήντα έξι και η σεζόν μόλις ξεκίνησε! Το έχουμε ξαναγράψει: αν κάποιος, κάπου στην Ευρώπη, μάθαινε αυτόν τον αστρονομικό αριθμό παραστάσεων, δύσκολα θα φανταζόταν ότι αφορά την Αθήνα της οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών δεσμεύσεων. Όπως πάντα, έτσι και τώρα, κάθε φορά που πηγαίνουμε να δούμε μια παράσταση και να γράψουμε γι’ αυτήν, δεν πιστεύουμε ότι απλώς κάνουμε μια θεατρική έξοδο ή ότι καταθέτουμε (ακόμη) μιαν άποψη. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι παίρνουμε μέρος στο σημαντικότερο πολιτιστικό project εν εξελίξει στη χώρα.
Διότι μόνο ως τέτοιο μπορούμε να εκλάβουμε το φαινόμενο της θεατρικής Αθήνας του 2016, των 1.166 παραστάσεων και των 308 σκηνών. τα νούμερα σκαρφαλώνουν κι άλλο αν προσθέσουμε τις 324 παιδικές παραστάσεις που ανέβηκαν πέρυσι... Η δυναμική του θεάτρου μας βάζει αναπόφευκτα σε διαρκή εγρήγορση: να συμβάλουμε ενεργά, να ασκήσουμε ουσιαστική κριτική, να ξεχωρίσουμε την ήρα από το σιτάρι, να επαναπροσδιορίζουμε διαρκώς τη σχέση μας με τους καλλιτέχνες αλλά και τους θεατρόφιλους. Ήμασταν πάντα εδώ, από τότε που ο τίτλος ενός θεατρικού έργου γινόταν σύνθημα στους τοίχους της πόλης (το «Χάσαμε τη θεία ΣΤΟΠ» του Γιώργου Διαλεγμένου το 1976) ή η ιαπωνική «Μήδεια» του Μικιτζίρο Χίρα, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο, γινόταν σημείο αναφοράς για κάθε επόμενη απόπειρα σκηνοθεσίας του αρχαίου δράματος (στον Λυκαβηττό το 1983). Ήμασταν υποψιασμένοι από παλιά γι’ αυτό που μπορεί να καταφέρει το ελληνικό θέατρο και, ίσως λόγω μεγάλης αδυναμίας ή «πετριάς», σπρώξαμε και τα πράγματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το θέατρο είχε πάντα «πρωταγωνιστικό ρόλο» στις σελίδες του «α». Ήδη από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του όλες οι παραστάσεις που παίζονταν στην Αθήνα καλύπτονται στον οδηγό, ο οποίος παραμένει, ύστερα από σαράντα χρόνια, ο πληρέστερος πανελληνίως, προϊόν πρωτογενούς δημοσιογραφικής έρευνας των δύο αρμόδιων συντακτριών. Στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90 το «α» έπιασε στον αέρα την πολυμορφία και την πολυσυλλεκτικότητα που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα, ρίχνοντας τα στεγανά μεταξύ «εμπορικού» και «ποιοτικού», επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του «κλασικού» και αναγνωρίζοντας την «πρωτοπορία».
Τότε έγινε και ο πρώτος μεγάλος ανασχεδιασμός του οδηγού, με τη διάκριση των ειδών (δράμα, κωμωδία, επιθεώρηση, πειραματικό θέατρο κ.ο.κ.), διευκολύνοντας έτσι τον υποψήφιο θεατή να επιλέξει τι θα δει ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Εκτιμώντας την ανάγκη για την πληρέστερη και κατά τεύχος ενημέρωση του θεατρόφιλου, το «α» καθιέρωσε από τις 3/1/1997 τα περίφημα «αστεράκια», που κωδικοποιούν την αξιολόγηση κάθε παράστασης βάσει της κλίμακας «από το ένα έως το πέντε» και το «τετραγωνάκι» για ό,τι… δεν βλέπεται!
Η λίστα με τους πρωταγωνιστές (ποιος παίζει πού) ήταν άλλη μία πρωτοτυπία του περιοδικού κι ένα βάσανο τόσο για τους συντάκτες του («Οχ, μήπως ξεχάσαμε την Καραμπέτη;») όσο και για διάφορους καλλιτέχνες («Ναι, “αθηνόραμα” εκεί; Είμαι η Φουρφούλα Φιρφιρίκου. Γιατί δεν με έχετε στη λίστα με τους πρωταγωνιστές;») Πολύ σύντομα νέες κατηγορίες έκαναν την εμφάνισή τους, όπως οι μεταμεσονύχτιες παραστάσεις, εκείνες του δευτερότριτου ή το ερευνητικό θέατρο, με τις υποκατηγορίες «devised» και «performance» να δίνουν πληρέστερα το στίγμα κάθε θεάματος. Εννοείται πως όλα αυτά δεν γίνονται έτσι «για πλάκα». Προηγούνται συσκέψεις επί συσκέψεων και, όταν εισάγονται, συνοδεύονται από άρθρα που εξηγούν τι είναι, επιτέλους, το «μεταμοντέρνο» λ.χ.
Πρωτοφανές για τα δεδομένα του ’70, μέσα από τις σελίδες μας δόθηκε μεγάλη έμφαση στον κλασικό χορό, διά χειρός μιας εμβληματικής μορφής (και… φωνής), του Αλέξη Κωστάλα! Είναι η εποχή που μαζί με τον πρόωρα εκλιπόντα Λευτέρη Κυπραίο κάνουν αποκλειστικές συνεντεύξεις σε όλους τους ζωντανούς θρύλους: από τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ μέχρι τον Άλβιν Έιλι και τον Μορίς Μπεζάρ. Η πιο παραμελημένη στην Ελλάδα μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, ο σύγχρονος χορός, είχε και αυτός την ανάλογη προσοχή. το εξώφυλλό μας με την Πίνα Μπάους (1992) είναι από τα πιο αγαπημένα μας. Μέχρι το 2004, οπότε ένας Έλληνας χορογράφος ανέλαβε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο χορός στην Ελλάδα αφορούσε στην ουσία μια περιορισμένη κάστα.
Κι όμως, το «α» ήδη από το 1999, με αφορμή το χοροθέαμα «Ανθρώπινη δίψα» έγραφε: «Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν χρειάζεται πια να αποδείξει σε κανέναν το ταλέντο, την έμπνευση και τη δημιουργικότητά του». Εκτός όμως από την πρωτοπορία, το «α» ανέδειξε από νωρίς (και) τη σημασία των μεγάλων οικογενειακών θεαμάτων, κάνοντας εξώφυλλο το Holiday on Ice στην πρώτη του άφιξη στα μέρη μας, τον Ιούνιο του 1978, για να ακολουθήσουν εξώφυλλα κι εκτενή αφιερώματα στο Μαύρο Θέατρο της Πράγας, το Cirque Eloise, το Cirque du Soleil, τους Momix. Εξώφυλλο έγιναν, βέβαια, τόσο η Έλλη Λαμπέτη (στην τελευταία της, μάλιστα, παράσταση «Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» το 1981) όσο και η περιβόητη πρεμιέρα του «Shopping and fucking» στο Αμόρε (1997). Τότε, στα τέλη των ’90s, είχαμε φτάσει να κάνουμε προβλέψεις για το ποιοι θα είναι οι σκηνοθέτες της νέας χιλιετίας. πρώτος πρώτος στην «πυραμίδα» μας ο τωρινός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος!
Τότε, στα δοξασμένα ’90s, έγινε η μεγάλη μετα-χρήση των χώρων: υπόγεια, στοές, παλιές αποθήκες, παροπλισμένα γκαράζ και δημοτικά σχολεία, διαμερίσματα, πίσω και μπροστινές αυλές, ακόμη και πρώην παγοποιεία ή βυρσοδεψεία άλλαξαν χρήση και μεταμορφώθηκαν σε θέατρα. Η Αθήνα γέμισε νέους θιάσους και καθένας απέκτησε το χώρο του. Τι κάναμε εμείς; Καταγράψαμε τους πάντες, χωρίσαμε τα θέατρα ανά περιοχές και αυξήσαμε κατακόρυφα τις σελίδες του οδηγού θεάτρου, πράγμα που μας έφερε σε σύγκρουση με την οικονομική διευθύντρια του περιοδικού. Ανένδοτοι εμείς! «Το ελληνικό θέατρο ανθεί», εξηγούσαμε και αυτό προασπιζόμασταν. Φτάσαμε στο σημείο να χαρτογραφήσουμε ολόκληρη την πόλη, τυπώνοντας το θεατρικό χάρτη της Αθήνας το 2008. με αυτόν ανά χείρας, σαν δεύτερη πυξίδα δίπλα στο «α», κυκλοφορούσαμε στις νέες θεατρικές γειτονιές.
Αν κάποιος αναγνώστης τον βρει, παρακαλούμε να μας τον αποστείλει – οι δικοί μας έγιναν χίλια κομμάτια από τη χρήση! Θέλετε κι άλλα; Η πρώτη στατιστική έρευνα που εκπονήθηκε από υποψήφιες διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών για το προφίλ του Αθηναίου θεατρόφιλου και αφορούσε τη θεατρική σεζόν 2005-6 δημοσιεύτηκε σε αποκλειστικότητα στις σελίδες του ειδικού ετήσιου ενθέτου μας αθηνόραμα Θέατρο. Μόλις αναφερθήκαμε στην έκδοση με όλες τις παραστάσεις, τις τάσεις, τα πρόσωπα και τα «παρασκήνια» της νέας σεζόν που ξεκίνησε να κυκλοφορεί «πιλοτικά» το 2002 ως το απόλυτο εγχειρίδιο του καλού θεατρόφιλου, για να εξελιχτεί την αμέσως επόμενη χρονιά σε μια μεγάλη έκδοση με ανταποκρίσεις από διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού, χρήσιμα gadgets, ειδικά αφιερώματα αλλά και «ψαγμένα» after theatre στέκια: μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ακόμη νέο τότε ερώτημα «πού θα φάω και θα πιω μετά το θέατρο;»
Το «α» ήταν, λοιπόν, από παλιά εδώ, πολύ προτού το αθηναϊκό θέατρο φτάσει στους σημερινούς εξωφρενικούς ρυθμούς παραγωγής. Τόσο λόγω ηλικίας όσο και λόγω άποψης, ουσιαστικά συμπορεύεται με τη νεότερη ιστορία του ελληνικού θεάτρου: με το πέρασμά του από την «πολιτικοποιημένη» και ηθογραφική Μεταπολίτευση στα πρώτα καινοφανή πειράματα των ’80s και από τη ριζοσπαστική μεταμοντέρνα ανανέωση των ’90s στα μαξιμαλιστικά και πολυσυλλεκτικά ’00s. Το «α» συνέβαλε δραστικά στην πιο σημαντική αλλαγή που έχει συμβεί αυτές τις τέσσερις δεκαετίες: το θέατρο σταμάτησε να αφορά ένα κοινό μυημένων, εκείνων που οι άλλοι υποτιμητικά αποκαλούσαν «κουλτουριάρηδες», κι έγινε ο παλμογράφος του πολιτιστικού status quo ολόκληρης της χώρας.
Το «α» εκπαίδευσε από νωρίς το αναγνωστικό του κοινό μυώντας το στο μεγάλο μυστήριο του θεάτρου. Μόνο την τελευταία δεκαπενταετία το «α» μπήκε στις πρόβες και πήρε συνεντεύξεις από κορυφαίους θεατρικούς δημιουργούς, Έλληνες και ξένους: Πίτερ Μπρουκ, Ρόμπερτ Ουίλσον, Εουτζένιο Μπάρμπα, Ρομπέρτο Μπενίνι, Αριάν Μνουσκίν, Πίνα Μπάους, Γιάν Φαμπρ, Ρομέο Καστελούτσι, Ουίλιαμ Κέντριτζ, Γίρζι Κίλιαν, Αν Τερέζ Κεερσμάκερ, Σιλβί Γκιλέμ, Άκραμ Καν και, βέβαια, Μάνος Κατράκης, Κάρολος Κουν, Λευτέρης Βογιατζής, Βασίλης Παπαβασιλείου, Θόδωρος Τερζόπουλος κ.ά. Σκεφτείτε πως η Wikipedia «τσίμπησε» το εξασέλιδο αφιέρωμά μας στον Ρόμπερτ Ουίλσον, με τον προβοκατόρικο τίτλο «Νεωτεριστής ή καπιταλιστής; Ιδού η απορία» και το έχει ως βασική πηγή της.
Ταυτόχρονα το «α» επέτρεψε στον αναγνώστη του να διεισδύσει στο άδυτο του θεάτρου και να κρυφοκοιτάξει από την κλειδαρότρυπα, δηλαδή την πρόβα. Οι avant premieres ξεκίνησαν ορμητικά το 1992, επιτρέποντας στο κοινό να μπει δωρεάν στην πρόβα τζενεράλε μία ημέρα πριν από την επίσημη πρεμιέρα. Το ακόμη καλύτερο; Οι avant premieres όχι μόνο συνεχίζονται ακάθεκτες εδώ και 24 χρόνια, αλλά ολοένα και πληθαίνουν τόσο στο έντυπο όσο και στο site μας, ενώ πλέον οργανώνονται και προ-πρεμιέρες αποκλειστικά και μόνο για τα μέλη του αθηνόραμα Club.
Δεν έχετε ακόμη αποκτήσει την προνομιακή κάρτα του, η οποία σας επιτρέπει σχεδόν σε καθημερινή βάση να παρακολουθείτε από μία παράσταση με έκπτωση 50% (δύο άτομα στην τιμή του ενός); Σπεύσατε! Είναι το τέλειο δώρο για κάθε θεατρόφιλο. Θέλετε και μια υπόσχεση; Οι avant premieres όσο και οι προσκλήσεις και οι διαγωνισμοί που «τρέχουν» σε εβδομαδιαία βάση θα συνεχιστούν όσο υπάρχουν πρεμιέρες. Είναι πλέον ένας άτυπος θεσμός, μια πρώτη «γευστική δοκιμή» για το θεατρόφιλο κοινό κι ένα είδος γερής προθέρμανσης για τους ίδιους τους ηθοποιούς – τις περιμένουν τόσο οι αναγνώστες όσο και οι συντελεστές των παραστάσεων. Θεσμός, βέβαια, έχει γίνει και η «Γνώμη του Κοινού» ήδη από τις πρώτες ημέρες που το «α» απέκτησε ηλεκτρονική εκδοχή. Στη νέα χιλιετία τα πηγαδάκια στα φουαγιέ των θεάτρων έχουν αντικατασταθεί από τα chats και η ιστοσελίδα του «α» έχει κάθε λόγο να καυχιέται ότι υπήρξε το πρώτο διαδικτυακό forum των θεατρόφιλων!
Το σημαντικότερο όλων; Η Δέσμη Εκδοτική, έχοντας αποδείξει έμπρακτα ότι στηρίζει το θέατρο και ταυτόχρονα επενδύει στο κοινό του, σε εποχές που κανείς δεν υποψιαζόταν τη δυναμική που θα αποκτούσαν όλα αυτά, δημιούργησε το 1999 ένα θεσμό δίχως προηγούμενο: τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού. Δεν είναι απλώς μια διάκριση. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια συνιστούν την αντανάκλαση ενός απόλυτα στοχευμένου audience development: το «α» καλεί τον αναγνώστη μέσα από τη φόρμα αξιολόγησης της Θεατρομανίας να πάρει θέση, να δώσει τη δική του ετυμηγορία τεκμηριώνοντάς την και να τιμήσει με την ψήφο του τις καλύτερες παραστάσεις κάθε σεζόν.
Τα βραβεία αυτά έχουν ένα ιδιαίτερο «ηθικό βάρος»: προέρχονται από τους πιο αγνούς και αμερόληπτους κριτές, αναδεικνύουν παραστάσεις, πρόσωπα και τάσεις, δικαιώνοντας την εκρηκτική καλλιτεχνική ενέργεια που εκπέμπει η θεατρική Αθήνα. Κάνουν και κάτι ακόμη: αποδεικνύουν περίτρανα πως οι θεατρόφιλοι έχουν και υψηλές απαιτήσεις, και ορθή κρίση, αφού οι παραστάσεις που βραβεύονται κάθε χρονιά είναι, ως επί το πλείστον, εκείνες που συναντούν καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Υπό μία έννοια τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού προασπίζονται τον πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορεί (και πρέπει) να παίξει το ελληνικό θέατρο στην πολιτιστική, τουριστική και αναπτυξιακή πολιτική της χώρας. Γι’ αυτό και η φετινή τελετή απονομής, την Τρίτη 8 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής, έχει επετειακό χαρακτήρα: 40 χρόνια θέατρο, 40 χρόνια «αθηνόραμα» και πρόσω ολοταχώς για τα... επόμενα 40.
Tο θέατρο ανθεί στα χρόνια της κρίσης
Σύμφωνα με την έγκυρη βάση δεδομένων του «α», αυτή είναι η εικόνα του ελληνικού θεάτρου την τελευταία οκταετία.
Μιλήσαμε με όλους!
Μόνο την τελευταία δεκαπενταετία το «α» έχει πάρει συνεντεύξεις από κορυφαίους σκηνοθέτες
Πίτερ Μπρουκ
«Εμείς οι προνομιούχοι καλλιτέχνες της αναπτυγμένης μέσης αστικής τάξης περνάμε τη ζωή μας στο ασφαλές κουκούλι μας. Τι κάνουμε μπροστά στο μακελειό που βιώνουν τόσα και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο;» (30/5/2006)
Ρόμπερτ Ουίλσον
«Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα το 1973, ήμουν πολύ νέος και πολύ απρόσεχτος. Με συνέλαβαν για κατοχή μικροποσότητας χασίς και κατέληξα σε μια φυλακή της Κρήτης για έξι εβδομάδες!» (29/10/2012)
Εουτζένιο Μπάρμπα
«Ζούμε σκοτεινούς καιρούς». (9/2016) Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ.
Αν-Τερέζ Κεερσμάκερ
«Το συναίσθημα είναι παντού». (Τη συναντήσαμε στο Centre Pompidou της γαλλικής πόλης Μετς το 2012, όταν ανέβαζε το «Fase»)
Ρομπέρτο Μπενίνι
«Ο παράδεισος είναι η ίδια η ζωή και, πιστέψτε με, είναι ωραία. Η κόλαση πολύ φοβάμαι πως τις περισσότερες φορές είμαστε εμείς οι ίδιοι». (2009, με αφορμή τη «Θεία κωμωδία» του Δάντη στο Μέγαρο Μουσικής)
Γιαν Φαμπρ
«Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους καιρούς, αλλά μην πτοείστε! Η Ελλάδα είναι γεμάτη ομορφιά! Μην αφήνετε τη ζωή σας έρμαιο των πολιτικών και των τραπεζικών σκανδάλων!» (16/11/2011, δηλαδή πέντε χρόνια προτού πρωταγωνιστήσει στο γνωστό επεισόδιο με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου) Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ
Κάρολος Κουν
«Δεν ξεχωρίζεται το υπαρξιακό από το πολιτικό». (9/8/1980, με αφορμή την «Ορέστεια» στην Επίδαυρο, με τη Μελίνα Μερκούρη ως Κλυταιμνήστρα στην πρώτη και μοναδική επιδαύρια εμφάνισή της)
Γιώργος Σκούρτης
«Η φωνή των ηρώων μου βγαίνει μέσα από συντρίμμια – τα προσωπικά αλλά κι εκείνα που τους περιτριγυρίζουν σε αυτήν την τεράστια κι άγρια αγορά που λέγεται “σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία”». (2/4/1977)
Λευτέρης Βογιατζής
«Μπορεί να πάρω στα καλά καθούμενα τη μηχανή μου, να φτάσω Ραφήνα και να πάρω το πλοίο μόνο και μόνο για να πιω τον απογευματινό μου καφέ στην Άνδρο!» («αθηνόραμα Θέατρο», 2014)
Βασίλης Παπαβασιλείου - Θόδωρος Τερζόπουλος
Σπουδαίοι σκηνοθέτες και γκαρδιακοί φίλοι, με κοινή καταγωγή από τον Πόντο, μας έδωσαν μια κοινή συνέντευξη («Ε, αφού είμαστε ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας του ελληνικού θεάτρου») και αναφώνησαν μαζί «Η Ελλάδα είναι ένα πειραματόζωο». (8/7/2010)
Γιώργος Μιχαλακόπουλος - Γιώργος Μοσχίδης
«Κολλήσαμε το 1965 στην περιοδεία των “Ορνίθων” του Θεάτρου Τέχνης στο εξωτερικό. Κρύβαμε τότε μέσα σε ένα τιρολέζικο καπέλο τα επιπλέον ψωμάκια που υπήρχαν στους μπουφέδες των ξενοδοχείων, για να τα μοιραστούμε αργότερα που θα πεινούσαμε»! («αθηνόραμα Θέατρο», 2014) Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ.
Έξι από τις λίγες παραστάσεις που τιμήθηκαν με πέντε αστέρια στα 40 χρόνια του «α»
«Χάρολντ και Μοντ»
του Κόλιν Χίγκινς, σε σκηνοθεσία Γ. Ιορδανίδη, με τους Δ. Μπεμπεδέλη, Γ. Βούρο, Αφρ. Γρηγοριάδου. (Αλάμπρα, 1997)
«Το κτήνος στο φεγγάρι»
του Ρίτσαρντ Καλινόσκι, σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού, με τους Τ. Κουλίεβα, Δ. Τάρλοου, Γ. Κυριακίδη. (Από Μηχανής Θέατρο, 2000)
«Σχολείο των γυναικών»
του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή, με τον ίδιο και τους Αγγ. Παπούλια, Ν. Κουρή, Άκη Βλουτή. (Οδού Κυκλάδων, 2004)
«Μάουζερ»
του Χάινερ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου, με τον ίδιο και τους Μ. Μπέικου, Αντ. Μυριαγκό, Θ. Αλευρά. (Άττις, 2009)
«Φόνισσα»
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη, με τον ίδιο και τη Λυδία Κονιόρδου (Πολιτεία, 1999)
«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»
του Γιουτζίν Ο'Νιλ, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, με τους Ακ. Καραζήση, Κ. Καραμπέτη, Μ. Πρωτόπαππα. (Εθνικό, 2013)