Αλλόκοτη μπαλαρίνα η Ρούλα Πατεράκη, χήρος με βαρύ πένθος ο Αλέκος Συσσοβίτης, επιδίδονται με στιλ σε έναν αγώνα λόγου που ξορκίζει το θάνατο και σε μια ιλαροτραγική περφόμανς που τον εμφανίζει ολοζώντανο, με σάρκα, οστά και... τουτού!
Η Ρούλα Πατεράκη με σκουρόχρωμη τούλινη φούστα μπαλαρίνας (τουτού) και λευκά μποτίνια λικνίζεται σαν αμέριμνη παιδίσκη. Είναι, βάσει του κειμένου, ο Χάρος, «η μυλαίδη του Θανάτου». Είναι όμως επίσης η σκηνοθέτις και ηθοποιός Πατεράκη, που στοχάζεται, διερωτάται, παίζει, περιπαίζει και σκαρώνει οντολογικά θεάματα. Για όσους γνωρίζουν την πορεία της –σε αυτούς εξάλλου απευθύνεται κατά βάση η συγκεκριμένη παράσταση–, ερμηνεύοντας τον Θάνατο, μοιάζει να ενσωματώνει πολλές από τις περσόνες που έχει προσεγγίσει: από την Κυρία με τις καμέλιες μέχρι την μπεκετική Γουίνι. Ο λόγος της, εκφερόμενος θαρρείς με μετρονόμο, η τεθλασμένη κίνησή της, τα σκαμπρόζικα σκέρτσα. τα πάντα επάνω της στοιχειοθετούν ένα σύστημα υποκριτικής εν ζωή ή απλώς ένα ρεσιτάλ ερμηνείας.
«Ψόφα, βρομόσκυλο!» Με βωμολοχίες και κατάρες θα την εξορίσει από τη ρέμβη της ο πιτζαμοφόρος Αλέκος Συσσοβίτης, ο οποίος σταδιακά ανάγεται σε επάξιο συμπαίκτη της. Είναι, λέει, ένας χήρος αγρότης από τη Βοημία ονόματι Σοπενχάουερ. Έχασε τη γυναίκα του στη γέννα του παιδιού τους. «Θα την πενθώ όλη μου τη ζωή», δηλώνει. Και αυνανίζεται. «Ηλίθιε γαϊδουροκέφαλε, γαϊδουρογάιδαρε! Ανώφελος είναι ο θρήνος σου! Το δώρο της ζωής είναι ένα δάνειο που επιστρέφεται», θα του αντιγυρίσει η Πατεράκη και θα επιδοθούν σε έναν αγώνα (ορθού) λόγου ανάλογο με εκείνον του Χρεμύλου και της Πενίας στον αριστοφανικό «Πλούτο», στον απόηχο όμως των μεσαιωνικών mysterienspieles, έμπλεο λυρισμού και θυμοσοφίας, σοφιστικών επιχειρημάτων αλλά και μεταδραματικών παρεκβάσεων της διασκευάστριας/σκηνοθέτιδας. Με ακόμη δύο πρόσωπα-δορυφόροι, μια βουβή νοσηλεύτρια (έξοχη παρουσία η Τασία Σοφιανίδου) κι έναν «κολλημένο» DJ που τζαμάρει ετερόκλητα ακούσματα (εύστοχα «άνετος» ο Νίκος Μαυράκης), στήνουν μια παιγνιώδη κι εντέλει αποτροπαϊκή παράσταση που ξορκίζει το φόβο του Θανάτου, παρουσιάζοντάς τον να συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις με τον Άνθρωπο.
Η Πατεράκη βασίστηκε στο κείμενο του Βοημού Γιοχάνες φον Τεπλ (μετάφραση: Αντώνης Πέρης), γραμμένο γύρω στο 1400, διάσημο στο γερμανόφωνο κόσμο και πολλάκις δραματοποιημένο – άλλοτε με αναφορές στη ζωγραφική του Μπρέγκελ και του Ιερώνυμου Μπος και πρόσφατα ακόμη και ως site specific θέαμα σε νεκροταφείο του Μπρίστολ! Η Πατεράκη έσκαψε στο υπέδαφος του προ-αναγεννησιακού κειμένου. Ο Θεός γίνεται το «Τίποτα» και ο Αγρότης συνώνυμος του Ακινάτη, του Σοπενχάουερ, της ελεύθερης βούλησης, της ίδιας της φιλοσοφίας. Επικαλούμενη όμως θαρρείς μια ταυτοσημία της τρέλας και της μεταφυσικής, θέλησε ο Θάνατος και ο Αγρότης να περιφέρονται ως τρόφιμοι στο θάλαμο ψυχιατρείου (σκηνικά-κοστούμια: Εύα Νάθενα). Φοβάμαι πως στένεψε έτσι ο καλλιτεχνικός ορίζοντας της παράστασης κι εξασθένισε η πύκνωση του διαλόγου: γειώθηκαν όλα σε έναν περιγραφικό νατουραλισμό επιβαρημένο από κάποιες επίπλαστα «καθημερινές» επιλογές (π.χ. οι κλοτσιές, οι σπρωξιές ή το «καθιστό» κουβεντολόι) και μια υποτονική ατμόσφαιρα. Χάθηκε έτσι η δυνατότητα να δημιουργηθεί μια εικόνα εξίσου εμβληματική όσο εκείνη, λόγου χάρη, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος στην «Έβδομη σφραγίδα» θέλησε τον Ιππότη και τον Χάρο να κάνουν τα παζάρια τους πάνω από μια παρτίδα σκάκι.
FAUST Καλαμιώτου 11, 2103234095. Διάρκεια: 80΄.
Περισσότερες πληροφορίες
O Θάνατος και ο Αγρότης
Ένας στοχασμός για τον άνθρωπο, τη ζωή και το θάνατο, σε ένα έργο που γράφτηκε το 1400 μ.Χ. κι ενσαρκώνει το πνεύμα της Αναγέννησης