Πώς ήταν πριν από μερικά χρόνια τα μικρόφωνα, τα οποία ξεφύτρωναν εκεί όπου δεν το περίμενες εν είδει εμβλήματος μεταμοντέρνας αποστασιοποίησης; Έτσι είναι πλέον οι καρέκλες. Ο «Γλάρος» (φωτό), ο «Θείος Βάνιας» και ο «Σωσίας» είναι τρεις χαρακτηριστικές παραστάσεις όπου οι ηθοποιοί «παίζουν» με τις καρέκλες τους. Ειδικά στον «Σωσία», μια κανονικότατη χορογραφία ηθοποιών-καρεκλών συνιστά το βασικό μοτίβο του όλου θεάματος: τις μετακινούν, τις αγκαλιάζουν, παλεύουν μαζί τους, τις στοιβάζουν κ.λ.π. Πρόκειται, άραγε, για ένα σύμβολο τόσο ενδιαφέρον και πολύσημο ώστε οι σκηνοθέτες αδυνατούν να του …αντισταθούν; Ή, μήπως, η υπερβάλλουσα αξιοποίησή του είναι δείγμα έλλειψης φαντασίας ή/και οικονομικών πόρων;
Όπως και να ‘χει, το πάρε-δώσε καρέκλας και ερμηνευτή υπήρξε κάποια στιγμή ένα πετυχημένο εύρημα. Η καρέκλα στο θέατρο είχε, δηλαδή, τη δική της μεταφυσική ήδη από το 1952, όταν ο Ευγένιος Ιονέσκο, στο μονόπρακτο του «Οι καρέκλες» παρουσίασε την «άδεια καρέκλα» ως συνώνυμη του «τίποτα» και έβαλε ένα ζευγάρι υπερηλίκων να τελεί μια «απογειωτική δεξίωση» ενώπιον κενών καθισμάτων. Παρατηρώντας, πάντως, φέτος τους ηθοποιούς και τους χορευτές του ελληνικού θεάτρου να παιδεύονται με τις καρέκλες των σκηνικών τους δεν μπορώ παρά να θυμηθώ την Πίνα Μπάους, η οποία το 1978, στο αξεπέραστο «Café Müller», «πάλεψε» με τις άδειες καρέκλες του σκηνικού όπως κανένας πριν (και μετά) από εκείνη. Σαράντα χρόνια μετά το «Café Müller» η καρέκλα ως σκηνικό αντικείμενο, κοντεύει να «καεί» από την υπερ-χρήση. Αφήστε που, κάποια στιγμή οφείλουμε να παραδεχτούμε πως δεν γίνεται να είμαστε όλοι η Πίνα Μπάους…
Η καρέκλα: το νέο φετίχ του θεάτρου
«Μα τί τους φταίνε;» αναφώνησε η διπλανή μου κατά τη διάρκεια μιας (ακόμη) παράστασης, όπου οι ηθοποιοί τραβολογούσαν …καρεκλοπόδαρα!