Ονειρικό, αστείο αλλά και παράδοξα μελαγχολικό, το «Quidam» μπορεί να πείσει ακόμη και τους πιο δύσπιστους να ενδώσουν στη γοητεία του.
Η φαντασμαγορία δεν με συγκίνησε ποτέ. Δεν έχω, λοιπόν, παρακολουθήσει πολλά ακροβατικά υπερθεάματα. Τα θεωρώ αρκούντως προβλέψιμα. Νιώθω, δηλαδή, πως ξέρω προκαταβολικά τι θα δω: εναέριες τούμπες, κατακόρυφα άλματα από δυσθεώρητα ύψη και αθλητικές επιδόσεις που αρμόζουν σε Ολυμπιονίκες. Η εικόνα ενός ανθρώπινου σώματος που ξεπερνά τα συνήθη του όρια προκαλεί αυτόματα δέος – μόνο που κι αυτό ακόμη το έζησα (και το ξεπέρασα) όταν ήμουν παιδί παρακολουθώντας, λόγου χάρη, τη Νάντια Κομανέτσι.
Η ιδέα, επίσης, ενός θιάσου που κάνει τσίρκο χωρίς ζώα και περιοδεύει ανά την υφήλιο με εξίταρε μέχρι την εφηβεία μου, όταν δηλαδή ακόμη δεν είχα αντιληφθεί πως η έννοια της συλλογικότητας, της ομοψυχίας και του νομαδικού βίου μπορεί να αποκτήσει εμπορευματική αξία ισότιμη δισεκατομμυρίων –δεν είναι τυχαίο πως το Cirque du Soleil, αυτή η κολοσσιαία σήμερα επιχείρηση παραγωγής οικογενειακών θεαμάτων που συνδυάζουν την ακροβασία, τα ταχυδακτυλουργικά, το juggling, την κλοουνερί, το θέατρο και το χορό, ξεκίνησε προ τριακονταετίας ως ένας τέτοιος πλανόδιος θίασος από έναν αλλοτινό ζογκλέρ. Στην περίπτωση, ωστόσο, του «Quidam», το οποίο παρακολούθησα στην πρεμιέρα του στο Ολυμπιακό Στάδιο, είδα πράγματα που δεν περίμενα.
Είδα φιγούρες που ήταν σαν να ξεπήδησαν από πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ, όπως εκείνη η ανδρική ακέφαλη μορφή με το αδιάβροχο και την ομπρέλα, και άλλες που θαρρείς και ανακαλούσαν στη μνήμη μου ολόκληρα κομμάτια της παιδικής μου ηλικίας, όπως ο απίθανος κλόουν με τη φωτογραφική μηχανή –ένας συνδυασμός Μπάστερ Κήτον, Τσάρλι Τσάπλιν και «Χοντρός και Λιγνός». Είδα σκηνές που θα ‘λεγες πως ξέφυγαν από κάποια ταινία του Φεντερίκο Φελίνι, όπως εκείνη η –βουτηγμένη στην τσιρκολάνικη χαρμολύπη- παρέλαση του θιάσου.
Είδα, τελικά, σώματα που χαίρονται, μελαγχολούν, ριψοκινδυνεύουν και δοκιμάζονται συνομιλώντας διαρκώς με ένα μεγάλο θέμα της ανθρώπινης περιπέτειας: την παιδική ηλικία, εκείνα τα πρώτα πέντε-δέκα χρόνια της ζωής μας που θα είναι πάντα το σπίτι μας, το καταφύγιο από τη βαρυχειμωνιά της ενηλικίωσης, η γωνιά στον κόσμο όπου θα ξαποσταίνουμε λησμονώντας για λίγο το σφυροκόπημα του χρόνου. Αυτός ήταν ίσως και ο …υπερβατικός στόχος του «Quidam», αυτού του επετειακού έργου που δημιούργησε το –ήδη μακρινό- 1996 το Cirque du Soleil έχοντας σαν πρωταγωνίστρια ένα κοριτσάκι που δραπετεύει με τη φαντασία του σε έναν κόσμο γεμάτο αλλόκοτα όντα, ονειρικές αλλά και εφιαλτικές φιγούρες.
Μολονότι το Cirque du Soleil δεν φημίζεται για τις δραματουργικές ικανότητές του ή το βαθυστόχαστο της new-age φιλοσοφίας του, το «Quidam» λειτουργεί κάλλιστα σαν μια «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» ή ένας «Καρυοθραύστης» των δεκαετιών του ’80 και του ’90^ εκεί εδράζεται εξάλλου η αισθητική της παράστασης, αγγίζοντας εξίσου το glam-rock όσο και το kitchy-baroque αλλά ενέχοντας και τις πιο σοφιστικέ αναφορές της. Τέτοιες, λοιπόν, σκέψεις μου προκάλεσε αυτό το μαζικό σκηνικό σύμπαν, πείθοντάς με πως, για τα δεδομένα του, διαθέτει κάτι πολύ πιο ιδιοσυγκρασιακό πέρα από τα (ομολογουμένως άψογα εκτελεσμένα) ακροβατικά: μια απολεσθείσα θεατρική μαγεία.
Το «Quidam» θα παίζεται στο ΟΑΚΑ έως τις 28 Σεπτεμβρίου.
Περισσότερες πληροφορίες
Quidam
Η μικρή Zoe κάνει ένα μαγικό ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας, σε έναν τόπο γεμάτο κλόουν, παράξενα πλάσματα, ιπτάμενους ποδηλάτες και άλλες περιπετειώδεις υπάρξεις