Ο Αριστοφάνης ως ψυχαγωγικό υπερθέαμα, με αισθητική αμερικανικού μιούζικαλ και σε πληθωρική παραγωγή, όπου η sci fi φαντασμαγορία και οι ατραξιόν παίζουν τον πρώτο ρόλο, ενώ ο Πάνος Βλάχος κλέβει τις εντυπώσεις.
Βουτώντας στο μαγγανοπήγαδο της λαϊκής παράδοσης, ο Κάρολος Κουν ανέβασε επτά από τις σωζόμενες αριστοφανικές κωμωδίες, διατυπώνοντας έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο επανανοηματοδότησής τους. Τηρουμένων των αναλογιών, μετά τη «Λυσιστράτη» και τους «Όρνιθες», ο Γιάννης Κακλέας εκθέτει πλέον με τους «Βατράχους» το δικό του σύστημα αναφορών: οπτικοακουστικές εξτραβαγκάντσες γίνονται τα αριστοφανικά έργα στα χέρια του, ένα θέατρο της εικόνας που φλερτάρει με το ultra pop αμερικανικό μιούζικαλ, τη δυστοπία της επιστημονικής φαντασίας, το βενετσιάνικο καρναβάλι, την μπαρόκ όπερα και την commedia dell’arte. Αν στην περίπτωση του Κουν συνέτρεχαν λόγοι όπως η ανάδειξη της ελληνικότητας και η διαφοροποίηση από τον τρόπο ανεβάσματος της τραγωδίας, για τον Κακλέα υπερισχύει η αίσθηση της φαντασμαγορίας, με την αισθητική του μετα-ποπ κομφούζιου των ’90s.
Στο πληθωρικό του σύμπαν επικρατεί η σουρεαλιστική λογική «όσο πιο αυθαίρετο τόσο πιο ισχυρό». Μόνο που ο βομβαρδισμός του βλέμματος με αναίτιες εκκεντρικότητες –κάτι που αφορά τη σκηνογραφία (Μανόλης Παντελιδάκης) και την ενδυματολογία (Εύα Νάθενα)– αντιστρατεύεται το ήθος και τη διάνοια του έργου. Μια ιέρεια (με απωθητικό στόμφο η άδουσα Εβελίνα Παπούλια), ως άλλη Lady Gaga, διαθέτοντας ένα sci fi κουκούλι, αφήνει να «πέσει» ένα alien-αεικίνητος χορευτής. Ο θεός Διόνυσος (πάντα συμπαθής, αλλά κάπως κουρασμένος ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος) εμφανίζεται σαν ξεφωνημένος γκέι, ενώ ο Αισχύλος (θαμπός ο Γιάννης Ζουγανέλης) και ο Ευριπίδης (ευφράδης ο Φάνης Μουρατίδης) σαν κουστουμαρισμένοι μαφιόζοι.
Όσο για την παράβαση, ο Χορός απαγγέλλει Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο κ.ά. σαν σε σχολική γιορτή πατριδογνωσίας και αναπτέρωσης ηθικού. Η αφηγηματική ροή, πάντως, δεν χάνεται. ο Κακλέας είναι ένας δυναμικός αν και υπερβολικά γλαφυρός «παραμυθάς», που ξέρει να καθιστά εύληπτες τις υποθέσεις των έργων. Eξίσου σημαντικό είναι πως στην οιστρήλατη σκηνοθετική και μεταφραστική του απόπειρα επιστρατεύει ατραξιόν που «μυρίζουν» κωμικό θέατρο: καρτουνίστικη σάτιρα, σλάπστικ χιούμορ, γκαγκ και κλοτσοπατινάδα.
Το γέλιο επίσης δεν χάνεται. το εξασφαλίζει, εξάλλου, με κάθε δράση και χειρονομία του ο χαρισματικός Πάνος Βλάχος (δούλος Ξανθίας). Χάνεται όμως στην παραζάλη της εξωγήινης και ρομαντικής εικονοπλασίας του Κακλέα κάτι αστάθμητο: η σκοτεινή, μεταφυσική και τελετουργική διάσταση ενός έργου μύησης, μιας κωμωδίας της αμφισβήτησης που ενέχει την ισχύ επικήδειας ιερουργίας. Γιατί οι «Βάτραχοι» διδάχτηκαν το 405 π.Χ., ένα χρόνο μετά το θάνατο του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, διαδραματίζονται στον Κάτω Κόσμο κι έχουν ως αίτημα όχι απλώς την επιστροφή των χαμένων ποιητών αλλά και την αναγέννηση του ίδιου του στοχασμού, της δηκτικής πολιτικής σκέψης απέναντι στους παραδομένους θεσμούς, στα ιδεολογημάτα και στους επιβεβλημένους μύθους.
Η παράσταση περιοδεύει στα ανοιχτά θέατρα της Αττικής.
Περισσότερες πληροφορίες
Βάτραχοι
Η πόλη χρειάζεται επειγόντως έναν ποιητή για να τη σώσει. Ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη και διοργανώνει ποιητικό αγώνα μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου. Ο Αισχύλος νικά και ανεβαίνει στον επάνω κόσμο.