Ψυχολογικό θρίλερ, σουρεαλιστική φάρσα ή μήπως σκοτεινή παραβολή για τη φύση της βίας, τη σαγήνη και τη ματαιότητα της τέχνης; Ο «Πουπουλένιος» είναι ένα πολύ σύνθετο και «ύπουλο» έργο. Η στρωτή αυτή παράσταση πρωταγωνιστών είναι ολοφάνερο πως έχει την πρόθεση να το συστήσει στο ευρύ κοινό.
Εκκεντρικός όσο και αρχετυπικός στη σύλληψή του είναι ο πολυβραβευμένος «Πουπουλένιος» (2003) του ιρλανδικής καταγωγής Βρετανού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα. Τα πάντα διαδραματίζονται σε κάποιο ολοκληρωτικό καθεστώς, πιθανότατα σε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Κεντρικός ήρωας είναι ο Χατούριαν (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου, ο οποίος συλλαμβάνεται ως ύποπτος για την αποτρόπαια δολοφονία τριών μικρών παιδιών, καθώς τα θύματα βρήκαν τον ίδιο βασανιστικό θάνατο με εκείνον που περιγράφει στις μυθοπλασίες του: το ένα υποχρεώθηκε να καταπιεί μήλα παραγεμισμένα με ξυράφια, το άλλο χτυπήθηκε με μπαλτά και το τρίτο σταυρώθηκε και θάφτηκε ζωντανό.
Μήπως όμως ο στυγερός δολοφόνος δεν είναι άλλος από τον διανοητικά καθυστερημένο αδερφό του (Γιώργος Πυρπασόπουλος);
Φρίκη και αποτροπιασμός τυλίγει τους θεατές στο άκουσμα των εξωφρενικών αυτών γκρανγκινιόλ φόνων και προσωρινή θυμηδία επικρατεί στις φαρσοειδείς σκηνές ανάκρισης από τους δύο μπάτσους, τον «καλό» (Νίκος Κουρής) και τον «κακό» (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος). Υποτίθεται πως ο «Πουπουλένιος» είναι μαύρη κωμωδία, όμως η κατηγοριοποίησή του είναι σωστός πονοκέφαλος. Όλες οι αναγνώσεις παραμένουν ανοιχτές σε αυτό το σύνθετο, πρωτότυπο, φλύαρο αλλά και υπερφίαλο έργο-υβρίδιο. Λειτουργώντας την ίδια στιγμή ως ψυχολογικό θρίλερ και ως σουρεαλιστική φάρσα, ο «Πουπουλένιος» εγείρει την αξίωση της σκοτεινής παραβολής για την παιδική φαντασία αλλά και για τη φύση της βίας, για την άσβεστη ανάγκη να λέμε και να ακούμε τρομακτικές ιστορίες προκειμένου να ξορκίσουμε το φόβο του θανάτου αλλά και για τη σαγήνη και τη ματαιότητα της τέχνης.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είχε την ευαισθησία και την ευγενή φιλοδοξία να συστήσει αυτό το καθαρόαιμα πειραματικό έργο στο ευρύ κοινό, και δη σε ένα κεντρικό εμπορικό θέατρο. Εκτός από την πολύ προσεγμένη μετάφραση και την ικανοποιητική σκηνοθεσία, επωμίστηκε έναν ρόλο που ταιριάζει στο ταμπεραμέντο του, εκείνον του αφηγητή Χατουριάν. Η παράσταση είναι στρωτή κι ευανάγνωστη: οι τέσσερις πρωταγωνιστές εκτοξεύουν τις πνευματώδεις ατάκες τους με στιλ, έστω κι αν ο καθένας τους παίζει με το δικό του τρόπο. γι’ αυτό και ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος με την γκροτέσκα κωμική έκφραση μοιάζει εκτός κλίματος, ο Γ. Πυρπασόπουλος δίνει την εντύπωση ότι καταθέτει ένα (ομολογουμένως ενδιαφέρον) σόλο, ενώ μόνο ο Ν. Κουρής έχει βρει τον ιδανικό υποκριτικό τόνο.
Ωραία ιδέα είναι η αναπαράσταση των ιστοριών με τον τρόπο ενός εφιαλτικού κουκλοθέατρου με «ζωντανές» κούκλες (σκηνικά-κοστούμια: Αθανασία Σμαραγδή, εικονογράφηση: Φίλιππος Φωτιάδης) παρά τους ενδοιασμούς μου για το αν πραγματικά χρειαζόταν η συμμετοχή ενός παιδιού. Μολονότι η παράσταση σε καθηλώνει στο μεγαλύτερο μέρος της, η εγγενής φλυαρία του έργου γίνεται εμφανής προς το τέλος, όταν η σκηνοθεσία έπρεπε να εφεύρει γοργότερους ρυθμούς, εντείνοντας το σασπένς και την υπόκωφη τρέλα κι εγκαθιστώντας μια περισσότερο λοξή και υποβλητική ατμόσφαιρα.
Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 9/01/2014
Περισσότερες πληροφορίες
Ο πουπουλένιος
Σε ένα άγνωστο αυταρχικό καθεστώς ένας συγγραφέας ανακρίνεται από δύο αστυνομικούς, διότι στις ιστορίες του περιγράφει πραγματικές δολοφονίες