Η πόλη αλλάζει με πολύ πιο ταχείς ρυθμούς από ότι παλιότερα και το περιβάλλον που μέχρι χθες θεωρούσαμε «ασφαλές» (πολιτισμικά, εννοώ), σήμερα πια δεν το ελέγχουμε. Είναι η μοίρα των μεγαλουπόλεων και είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης – και πιο βαθιάς – κρίσης. Είναι και η ανάγκη μας να «προσαρμοστούμε» σε κάποια άλλα, νέα δεδομένα…
Δεν σκοπεύω να φύγω από το βασικό μου θέμα που είναι η μουσική. Εδώ και μερικά χρόνια, περπατώντας απλά στον δρόμο, βλέπουμε μαγαζιά που μέχρι πρότινος άνθιζαν, να βάζουν λουκέτο. Ακόμα και ένα ψιλικατζίδικο να έκλεινε, ένοιωθα μέσα μου ένα σφίξιμο. Πόσο μάλλον όταν βλέπω μαγαζιά που έχουν γράψει ιστορία όπως «Το περιβόλι τ’ ουρανού» στου Μακρυγιάννη, η «Στοά των Αθανάτων» στη Βαρβάκειο Αγορά, η «Μαγιοπούλα» στην Καισαριανή να κλείνουν επί της ουσίας, τουλάχιστον με την παλιά τους μορφή.
Και τα τρία λειτουργούν εδώ και δεκαετίες – το «Περιβόλι», νομίζω, από τα μέσα των ‘60’s, μικρό παιδί σαν ήμουνα, μικρό παιδί! Και τα τρία είναι οι ναοί του ρεμπέτικου και του νεορεμπέτικου (ό,τι κι αν σημαίνουν οι όροι) εδώ και χρόνια. Μέρη που ήξερες με τι και πως θα γλεντήσεις – χωρίς πολλά, πολλά, με λαϊκή μουσική και αίσθημα. Χώροι που κρατούσαν την παράδοση και αναπτέρωναν το όποιο εσώτερό μας feeling γι’ αυτή. Τίτλοι που πέρα από την αναδρομική τους ιστορική αξία αποτελούσαν σπίτια που στέγαζαν την λαϊκή μουσική τέχνη του σήμερα. Εκεί ήξερες πως θα συναντούσες τον Τσέρτο ή τον Κορακάκη, εκεί ήξερες πως ότι κι αν γινόταν θα περνούσες καλά.
Το ότι το «Περιβόλι τ’ ουρανού», η «Στοά των Αθανάτων» και η «Μαγιοπούλα» παύουν (πια) να υπάρχουν σημαίνει μια ακόμα «τρύπα» στην πολιτισμική μας ύπαρξη. Όχι, βέβαια, για τη μουσική – γιατί αυτή πάντα βρίσκει τον δρόμο της, έστω και βγαίνοντας στον δρόμο! Αλλά γιατί θα πάψουμε να έχουμε κάποιες (σημαντικές και σημαίνουσες) ευθείες αναφορές στη μνήμη μας. Ανεξαρτήτως γενιάς…
Γιατί κλείνουν (ιστορικά) νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας
Και τα τρία είναι οι ναοί του ρεμπέτικου και του νεορεμπέτικου (ό,τι κι αν σημαίνουν οι όροι) εδώ και χρόνια. Μέρη που ήξερες με τι και πως θα γλεντήσεις – χωρίς πολλά, πολλά, με λαϊκή μουσική και αίσθημα.