Η μακροχρόνια ενασχόληση του Σταύρου Ξαρχάκου με ξεχωριστές όψεις του τραγουδιού μας –λαϊκού τε και έντεχνου– έχει σαν αποτέλεσμα να ενισχύει ή ακόμα και να αναδεικνύει επιπλέον ποιότητες που δεν είναι πάντα –και εύκολα– προφανείς. Ιδιαίτερη ενορχήστρωση και ζωντανή συμμέτοχη διεύθυνση έχει σαν αποτέλεσμα τα τραγούδια να υπερβαίνουν τον ίδιο τους τον κλασικισμό και να αποκτούν ομορφιές που κάθε φορά να (μας) αποκαλύπτονται με καινούριους τρόπους. Αυτό είναι ένα προτέρημα που διακρίνει τον Ξαρχάκο σε κάθε του κίνηση και, φυσικά, είναι αυτό πάνω στο οποίο (οφείλει να) εδράζεται ο άξονας αυτού του προγράμματος – τουλάχιστον στο πρώτο του μέρος. Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ένα ολόκληρο (τεράστιο) κεφάλαιο του ελληνικού μουσικού πολιτισμού μας αποτελούν ένα σίγουρο πεδίο ανάπτυξης για ένα πρόγραμμα που απευθύνεται σχεδόν αυτόματα στο μυαλό, στην καρδιά και στις αισθήσεις μας με τρόπο φυσικό, σαν αναπνοή. Και αυτό ακριβώς κάνουν οι ενορχηστρώσεις του Σταύρου Ξαρχάκου που, επιπλέον, παίρνουν μια ευρύτερη δραματική χροιά – πράγμα που είναι γνωστό καθώς ο Μαέστρος έχει εντρυφήσει ιδιαίτερα στον μουσικό κόσμο του Τσιτσάνη εδώ και χρόνια. Με επιπλέον «όπλο» στα χέρια του την ορχήστρα του, που είναι κατά βάση η Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Έτσι, από μουσική τουλάχιστον άποψη, τίποτα δεν λείπει...
Η ερμηνεία της Ελένης Βιτάλη σ’ αυτό, το πρώτο κατ’ ουσία μέρος, είναι χαρακτηριστική της φωνητικής ποιότητάς της ως τραγουδίστριας και προσαρμοσμένη στις ανάγκες του ρόλου της. Τα τραγούδια από μόνα τους είναι ένα κι ένα (και δεν υπάρχει λόγος να τα ανεφέρουμε, ούτε καν ενδεικτικά) και η δραματικότητά τους επιτυγχάνεται με τρόπο εξασφαλισμένο. Στη συνέχεια, ο Σταύρος Ξαρχάκος αποχωρεί από το ιδεατό του πόντιουμ, αυτό της σκηνής, το μουσικό κλίμα χαλαρώνει – χωρίς όμως ούτε μια στιγμή η δεκαμελής ορχήστρα να χάσει το ξεχωριστό της ερμηνευτικό temper, κάτι που σαφώς πρέπει να είναι δεξιοτεχνικά και εκφραστικά μοναδικό στην τρέχουσα σκηνή. Και η Ελένη Βιτάλη, κάνει αυτό που εδώ και χρόνια ξέρει να κάνει: να είναι μια ιδιαίτερη και αυθεντικά λαϊκή τραγουδίστρια. Εξάλλου, όπως ήδη έχουμε πει, η τραγουδοποιία του Βασίλη Τσιτσάνη αποτελεί ένα σίγουρο υπόβαθρο αισθητικής ψυχαγωγίας και διασκέδασης. [Εδώ θα λέγαμε ότι η παρουσία της Ηρώς Σαΐα θα έπρεπε να είναι, γενικά, πιο έντονη καθώς ερμηνευτικά κινείται αλληλοσυμπληρωματικά με την Βιτάλη. Και ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στον Μανώλη Πάππο που, εκτός από σπουδαίος μπουζουκτσής, είναι και εξαιρετικός λαϊκός τραγουδιστής]... Στο δεύτερο μέρος το σκηνικό αλλάζει. Γίνεται δραματικό ξανά καθώς ο Σταύρος Ξαρχάκος επιστρέφει και «θέμα» του επιλόγου αυτής της παράστασης είναι το «Ρεμπέτικο». Το οριακό αυτό και πολύμορφο έργο του Σταύρου Ξαρχάκου και του Νίκου Γκάτσου, που έχει κλείσει γεμάτη τριακονταετία στις ζωές μας και τις ψυχές μας, φέρνει στην κατάλληλη κορύφωση στη βραδιά μας και, ουσιαστικά, μας γεμίζει. Εδώ, η Ηρώ Σαΐα και η Ελένη Βιτάλη είναι σχεδόν ιδανικές... Κλείνοντας, πρέπει να πούμε για την «Ιερά Οδό», ένα μαγαζί από τα λίγα στην Αθήνα, με ιδιαίτερη μουσική/θεατρική κατασκευή, έναν χώρο που δεν νοιώθεις στριμωγμένος ή πνιγμένος και που τα γκαρσόνια και οι άνθρωποί του σε σέβονται ως πελάτη. Δεν το βρίσκεις παντού.