Η μεταμόρφωση του Fink

Mε αφορμή την επερχόμενη εμφάνισή τους στο «Κύτταρο» στις 30/1 o Βρετανός τραγουδιστής και τραγουδοποιός Fin Greenall απαντά στις ερωτήσεις του «α»

Η μεταμόρφωση του Fink

Mε αφορμή την επερχόμενη εμφάνισή τους στο «Κύτταρο» στις 30/1 o Βρετανός τραγουδιστής και τραγουδοποιός Fin Greenall απαντά στις ερωτήσεις του «α»

Η μεταμόρφωση του Fink - εικόνα 1

Fink είναι το alter ego με το οποίο ο Βρετανός μουσικός Fin Greenall πρωταγωνίστησε στα dance πράγματα της προηγούμενης δεκαετίας καθώς και το όνομα της μπάντας με την οποία ο ίδιος εστιάζει σήμερα στο τραγούδι, σμιλεύοντας μια προσωπικού ύφους τραγουδοποιία γεμάτη αντιθέσεις και εντάσεις, όπως ακούμε και στο πρόσφατο «Hard Believer», το άλμπουμ με το οποίο επιστρέφει στην Αθήνα, για μία εμφάνιση στο Κύτταρο στις 30/1. Με αυτή την ευκαιρία ο Fin Greenall μίλησε στον Χρήστο Καρρά για τη μουσική του διαδρομή.

Έχοντας ακόμα στη μνήμη μου τη μουσική που κυκλοφορούσες μέσω της Ninja Tune στις αρχές των ‘00s, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την ολική μεταμόρφωσή σου, από παραγωγό ηλεκτρονικής μουσικής τότε σε τραγουδιστή και τραγουδοποιό σήμερα. Πότε και πώς αποφάσισες ότι ο λόγος είναι, ως μέσο έκφρασης, εξίσου -αν όχι περισσότερο- σημαντικός από τον ήχο;
Ήταν για μένα ένα πραγματικό ταξίδι, ένα ταξίδι μέσω της μουσικής. Από την επανάσταση του ηλεκτρονικού ήχου, πίσω σε πιο παραδοσιακές αξίες. Δεν είχα ποτέ φανταστεί τότε ότι θα γινόμουν τραγουδιστής και live performer αλλά αυτό είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά πράγματα στη ζωή και στη Μουσική. Ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις τι θα συμβεί. Αποφάσισα να παρατήσω το DJing και να αποσυνδεθώ με την electronica εδώ και αρκετό καιρό, εν μέρει λόγω της ανελέητης σύνδεσης με το παρόν: η διαρκής ενημέρωση των DJ sets, η ασταμάτητη αγορά δίσκων, τα συνεχή party (ναι, ακόμα κι αυτά μπορούν να γίνουν βαρετά!). Όλα αυτά τα πράγματα κάποτε τα αγαπούσα παράφορα. Και ξαφνικά, μια μέρα, σταμάτησα. Η νεότερη γενιά μινιμαλιστών άρχισε να κατακλύει τα club με πολλή νέα τεχνολογία, κι εγώ, σ’ εκείνη την εύθραυστή συγκυρία, έτυχε να παρακολουθήσω μερικές καταπληκτικές συναυλίες των Radiohead, των System of A Down και του Beck οι οποίες μου πήραν το μυαλό. Αυτές οι live στιγμές είχαν τρομερή ενέργεια, περισσότερη από αυτήν που είχα βιώσει στα club. Και αυτό μου άνοιξε το μυαλό. Το τραγούδι ήρθε πίσω σε μένα ύστερα από πολλά χρόνια αντίστασης στις παραδοσιακές μουσικές φόρμες. Ήθελα ο επόμενος μεγάλος δίσκος μου ύστερα από το «Fresh Produce» του 2000 να διαρκέσει κατά κάποιο τρόπο περισσότερο. Να σημαίνει περισσότερα. Ξεκίνησα να ηχογραφώ κάποια demo φωνητικά για να τα στείλω σε υποψήφιους guest τραγουδιστές, εμπνευσμένος από μπάντες όπως οι Zero7. Τελικά κατέληξα να τραγουδώ σε όλα εγώ, αφού αρκετοί από αυτούς τους τραγουδιστές μου έλεγαν «Γιατί δεν χρησιμοποιείς τον τύπο που τραγουδάει στο demo; Ακούγεται τέλεια». Αρχικά ήθελα να κάνω έναν υβριδικό δίσκο, με τα μισά τραγούδια να είναι instrumentals και τα άλλα μισά με στίχους, αλλά η Ninja Tune, σοφότατη, επέβαλε το δικό της και είπε «Όλα η τίποτα. Είτε τραγούδια μόνο, είτε δεν κυκλοφορεί ο δίσκος». Κι έτσι έγινε…

Και πώς ήταν η μετάβαση από τη μοναξιά του studio στη συνεργασία με τα μέλη του νέου σου συγκροτήματος;
Θα μπορούσα να πω ότι ο κόσμος ενός παραγωγού ηλεκτρονικής μουσικής μπορεί να είναι –και σίγουρα ήταν για μένα- ο παράδεισος του control freak. Κάνεις τα πάντα – μπάσα, τύμπανα, πλήκτρα, sound engineering, προγραμματισμό, σύνθεση, οργάνωση του studio. Μου άρεσε πολύ αυτή η μετάβαση γιατί, αν πρέπει να είμαι ειλικρινής, η ζωή του παραγωγού και του DJ ήταν αρκετά μοναχική. Με τη μπάντα μπορεί να μοιράζεσαι τα χρήματα, αλλά μοιράζεσαι και το φορτία και τις αναμνήσεις, το οποίο μου προκαλεί χαρά. Ήταν πολύ διαφορετικό και απολαυστικό να έχω μουσικούς οι οποίοι να γράφουν το μπάσο ή τα τύμπανα. Αυτοί οι δύο τύποι είναι για μένα οικογένεια και με βοήθησαν πραγματικά να μάθω τι χρειάζεται για να γίνω ένας πραγματικός μουσικός. Η καθοριστική πρόκληση ήρθε όταν κάποιοι τρίτοι άνθρωποι άρχισαν να μας κάνουν την παραγωγή. Καθώς είχα εγώ αυτό τον ρόλο στις πρώτες μου δουλειές, στην αρχή μου φάνηκε κάπως περίεργο, αλλά, όπως είπα, ήμουν έτοιμος να αφήσω κάποια βαρίδια να φύγουν από πάνω μου. Είναι όμορφο να έχεις τη δυνατότητα να συγκεντρωθείς στην φωνή, στο τραγούδι και στην κιθάρα, αντί να αναλαμβάνεις όλους τους ρόλους.

Ποιοι τραγουδοποιοί σε ενέπνευσαν;
Η λίστα των επιρροών είναι τεράστια. Ο Thom Yorke για τον μινιμαλισμό του, η Bjork για την κλίση της προς την καινοτομία, οι Jagger και Richards για το θάρρος και την αλητεία τους, ο Hendrix, o Beck, ο John Martyn, η Joni Mitchell, o John Lee Hooker, o Ali Farka Toure. Λατρεύω να έχω στο νου μου ότι το τραγούδι μπορεί να είναι οτιδήποτε. Δεν υπάρχουν κανόνες. Σίγουρα υπάρχει μια εξίσωση, κάτι σαν αλγόριθμος που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να μεγιστοποιήσεις την προβολή σου στο ραδιόφωνο, αλλά τα σπουδαιότερα τραγούδια δεν έχουν γραφεί πάνω σ’ αυτό το μοτίβο. Είναι μια αποτύπωση του παρόντος για τον τραγουδοποιό. Και νομίζω ότι γι αυτό σέβομαι τους παλιούς τραγουδοποιούς τόσο πολύ. Τα «εμπόδια» που προσπέρασαν, δημιουργώντας νέα στάνταρ στο τραγούδι. Το «Fade to Black» σημείωνε επιτυχία τον ίδιο μήνα με το «Bridge Over Troubled Water». Το δεύτερο ήταν ένα παραδοσιακού τύπου τραγούδι, και το πρώτο ήταν ένα μοναδικό κομμάτι, ένα μνημείο στο χρόνο. Για τη γενιά τους, αυτά τα τραγούδια αποτέλεσαν το soundtrack εκείνου του καλοκαιριού. Όμως απολαμβάνω τρομερά και τη νέα γενιά τραγουδοποιών όπως οι Ben Howard, Nick Mulvey και Daughter…

Σήμερα ο ήχος σου είναι λείος και γεμάτος λεπτομέρειες. Πώς αντιμετωπίσεις την πρόκληση στο να τον αποδώσεις στο πλαίσιο μιας συναυλίες;
Είναι εύκολο. Ανεβαίνεις εκεί πάνω και παίζεις το κομμάτι με τον καλύτερο τρόπο. Το studio απαιτεί τελείως διαφορετικές δεξιότητες. Η συναυλία έχει να κάνει με το εδώ και τώρα. Να δημιουργείς μια χημεία ανάμεσα σε όλους όσοι είναι πάνω στη σκηνή. Σήμερα, ούτε καν θυμάμαι πόσες συναυλίες έχουμε δώσει από το 2006, παίρνω ένα συναρπαστικό συναίσθημα και δεν αισθάνομαι αγχωμένος πια… Πάντα μπορεί να ξεχάσεις μερικά ακόρντα ή κάποιους στίχους, όμως αυτό είναι μέρος της διαδικασίας. Αν ήταν το ίδιο κάθε βράδι, θα τα είχα παρατήσει. Νομίζω ότι όλα τα μέλη της μπάντας κάνουμε κάτι διαφορετικό σε κάθε show για να κρατάμε τα πράγματα συναρπαστικά. Αν παίζεις νότα-νότα, τότε μπαίνεις στον αυτόματο πιλότο. Δεν μπορούμε να λειτουργούμε έτσι… δεν είμαστε ηθοποιοί, είμαστε παίχτες.

Οι δίσκοι σας κυκλοφορούν πλέον από την δική σας εταιρεία R’COUP’D (παράρτημα της Ninja Tune). Εκτός από το να βγάζετε τις δικές σας δουλειές, υπάρχει κάποιο ευρύτερο καλλιτεχνικό όραμα για το label;
Οπωσδήποτε. Ακόμα κάνω παραγωγές για άλλους καλλιτέχνες όταν έχω χρόνο και συνεχώς αναζητώ νέα ταλέντα για να παίζω ή να συνεργάζομαι… Η R’COUP’D είναι μια ευκαιρία για μένα μια ευκαιρία να έχω αυτονομία ως προς τις κυκλοφορίες χωρίς να χρειάζεται να στριμωχτώ στο ανελέητο πρόγραμμα κυκλοφοριών της Ninja Tune κι επίσης μου δίνει την ευκαιρία να αναζητώ ταλέντα τα οποία μπορεί να μην ταιριάζουν στο προφίλ της Ninja, όσο κι αν τους αρέσουν. Είμαι ευτυχής που εξακολουθώ να συνεργάζομαι με τη Ninja Tune, γιατί είναι πολύ σπάνιο να έχεις φίλους και συμμάχους σε αυτό το χώρο για τόσο μεγάλο διάστημα. Αναζητούμε νέα ταλέντα για να υπογράψουμε, καλλιτέχνες που θέλουν να το δουλέψουν και όχι ανθρώπους που απλά αράζουν και περιμένουν τα πράγματα να συμβούν από μόνα τους (ή και όχι, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις).

Τι θα μπορούσες να πεις για το setlist της επερχόμενης συναυλίας σας στην Αθήνα;
Καθώς αυτό είναι το πρώτο μας headline show στην Ελλάδα, θα παίξουμε σίγουρα τα μισά τραγούδια του νέου μας δίσκου, δηλαδή τον δίσκο με τον οποίο περιοδεύουμε. Αλλά νομίζω ότι θα παίξουμε και κάποια παλιότερα τραγούδια όπως τα «Warm Shadow» και «Yesterday Was Hard». Σίγουρα κάπου στη διάρκεια του set θα υπάρξει και το παραδοσιακό ακουστικό διάλειμμα. Μας αρέσει να το κάνουμε αυτό. Η περιοδεία για το «Hard Believer», εκτός από αδυσώπητη και ασταμάτητη, είναι και συναρπαστική… τόσα πολλά μέρη στα οποία δεν έχουμε πάει ποτέ. Πηγαίνουμε εκεί λοιπόν και βρίσκουμε την άκρη μας πάνω στη σκηνή. Περιμένω ταπεινές ενάρξεις και μεγαλειώδη φινάλε.

Περισσότερες πληροφορίες

Fink, Douglas Dare

  • Rock-pop-folk

Ο Βρετανός τραγουδοποιός της folk pop Fin Greenall με το συγκρότημά του σε κομμάτια από τη νέα δουλειά του «Hard believer» αλλά και την υπόλοιπη δισκογραφία του. Ανοίγει ο –επίσης Βρετανός– ανερχόμενος πιανίστας Douglas Dare (Erased Tapes)

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Το Release Athens 2024 υποδέχεται τους Behemoth και τους Testament

Οι πρωτεργάτες του ακραίου ήχου στην Πολωνία και οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του thrash metal των ΗΠΑ, αντίστοιχα, θα πλαισιωθούν από τους Ολλανδούς Pestilence, στο Release Athens 2024.

24/04/2024

Bill Evans & the Vansband All Stars: Τέσσερις παγκοσμίου φήμης μουσικοί δίνουν ραντεβού στο "Αθηνά Live"

Μία ομάδα κορυφαίων μουσικών ετοιμάζονται να μας χαρίσουν μοναδικές στιγμές με μουσικές από τη συνολική τους πορεία και επιρροές από soul, funk, neo-jazz, pop κλπ.

Το Voés Festival επιστρέφει στο Χιονοδρομικό Κέντρο Ζήρειας

Μουσική και γαστρονομία ενώνονται στη Ζήρεια για δεύτερη χρόνια.

"Νυν και αεί": Η ζωή του Σταύρου Ξαρχάκου γίνεται σειρά

Μια σειρά επεισοδίων στο youtube αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του μεγάλου συνθέτη.

Generations: Ένα μουσικό φεστιβάλ που ενώνει διαφορετικές γενιές έρχεται στο ΚΠΙΣΝ

Για δύο ολόκληρες μέρες, το ΚΠΙΣΝ γεμίζει με μουσική και δραστηριότητες σε όλους τους χώρους του, με πυρήνα το Ξέφωτο

Στο Γήπεδο Ριζούπολης η παρουσίαση δίσκου του Εθισμού

Το "Millennials" σκαρφάλωσε στη δέκατη θέση των Spotify Debut Global Album Charts.

Ο David Eugene Edwards στο "Gagarin": Σκοτάδι, μυσταγωγία και υπαρξιακή περιπλάνηση

Σαν φλογερός rock πάστορας προερχόμενος από τo έρεβος της ενδοχώρας των Ηνωμένων Πολιτειών, μετέτρεψε το 205 της Λιοσίων σε άμβωνα, από τον οποίον κήρυξε τα ευαγγέλια του "Hyacinth", των Wovenhand και των 16 Horsepower, ανταμειβόμενος με θερμό χειροκρότημα.