Ψηλά έθεσε τον πήχη η Εθνική Λυρική Σκηνή, προτείνοντας μετά από 30 χρόνια τον «Βέρθερο» του Μασνέ.
Ψηλά έθεσε τον πήχη η Εθνική Λυρική Σκηνή, προτείνοντας μετά από 30 χρόνια τον «Βέρθερο» του Μασνέ. Πλην της δημοφιλέστατης «Κάρμεν», η γαλλική όπερα περιλαμβάνεται σπανιότατα στον προγραμματισμό της. Οι εγγενείς, ιδιαίτερες στιλιστικές και εκφραστικές δυσκολίες του ρεπερτορίου αυτού είναι οπωσδήποτε αυξημένες, αλλά η συνεχής πρόοδος του θεάτρου εν όψει και της επικείμενης μετακόμισης στο Φαληρικό Δέλτα επιτρέπει -αν δεν επιβάλλει- πιο τολμηρά βήματα και καλλιτεχνικά στοιχήματα.
Αυτό του «Βέρθερου», εμβληματικού έργου του γαλλικού ρομαντισμού, κερδήθηκε τελικά από τη σοβαρότητα της προσπάθειας που έγινε σε όλα τα επίπεδα, μολονότι δύσκολα μπορεί κανείς να μιλήσει για ανεπιφύλακτη επιτυχία.
Η μεγάλη επιστροφή του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου στο θέατρο «Ολύμπια» έγινε με μία καλαίσθητη πλην συμβατική παραγωγή, που τουλάχιστον δεν πρόδωσε το στίγμα του έργου. Το αφαιρετικό μονοτοπικό σκηνικό που έφτιαξε ο Γιώργος Πάτσας οριοθέτησε ένα στενό χώρο δράσης (μεταξύ δύο γκρίζων συμμετρικών τριγωνικών επιφανειών), επιτρέποντας την εστίαση στον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών αλλά και στον κλειστό κοινωνικό περίγυρο και τις συμβάσεις, που αποδείχθηκαν μοιραία για τον έρωτα του νεαρού ιδεαλιστή ποιητή.
Τις ρομαντικές πινελιές έδιναν, πέρα από τα ωραία κοστούμια (δια χειρός Πάτσα) και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (που επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης), και οι πίνακες των Μπέκλιν και Φρήντριχ που λειτούργησαν ως φόντο στην αρχή της Α’ και Γ’ Πράξης. Το «Νησί των Νεκρών» του πρώτου φάνηκε να προαναγγέλλει και τη μεταφορά της δράσης από το Βέτζλαρ της αγροτικής Έσσης σε κάποιαν παραθαλάσσια πόλη της Βόρειας Θάλασσας, ενώ ο «Οδοιπόρος πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» του δεύτερου παρέπεμπε στον περίπλοκο, μελαγχολικό εσωτερικό κόσμο του Βέρθερου.
Αντιθέτως, οι πανταχού παρούσες βιντεοπροβολές του Στέφανου Παπαδόπουλου μάλλον δυσκόλευαν τη συγκέντρωση στα επί σκηνής δρώμενα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και παρά τους όποιους «εκσυγχρονισμούς», ο Ευαγγελάτος δεν βρήκε το αντίδοτο στη στατικότητα της δράσης, ενώ και οι μονωδοί αφέθηκαν σκηνικά αβοήθητοι και εκκρεμείς, με αποτέλεσμα απώλειες σε δραματική ένταση. Η αποστασιοποιημένη σκηνοθετική ματιά δεν είναι ίσως ξένη προς την απουσία συναισθηματικής φόρτισης και εν τέλει συγκίνησης.
Από μουσικής απόψεως, και παρά την αδιαμφισβήτητη δουλειά που έγινε στην ορχηστρική προετοιμασία, η διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη κινήθηκε σε ασφαλή νερά, χωρίς να καταφέρει να αναδείξει τον μελωδικό πλούτο και τις αποχρώσεις μίας παρτιτούρας μεγάλων απαιτήσεων. Η αδυναμία ελέγχου και στάθμισης των ηχητικών μεγεθών, ιδίως στις δραματικές, βαγκνέρειες κορυφώσεις -δεδομένων και των ανεπίλυτων ζητημάτων ακουστικής της αίθουσας- οδήγησε δε στη συστηματική κάλυψη των φωνών αλλά και -κυρίως- στην διάρρηξη της ροής και του ειρμού της αφήγησης. Πάντως, η Ορχήστρα της ΕΛΣ ανταποκρίθηκε σε γενικές γραμμές με επάρκεια, ενώ δεν έλειψαν και μεμονωμένες όμορφες στιγμές, είτε σολιστικές (από τα φλάουτα και τα όμποε, με κορυφαίους τους Μαυρομμάτη και Καραγιαννίδη) είτε του συνόλου (όπως π.χ. στο intermezzo μεταξύ Γ’ και Δ’ πράξης).
Πρέπει, εξάλλου, να επαινεθεί η μεγάλη προσοχή με την οποία επελέγη η -σχεδόν ελληνική- διανομή, τόσο ως προς το φωνητικό προφίλ όσο και ως προς την ηλικία των ρόλων. Η α’ διανομή (11/4) διέθετε ένα ταιριαστό πρωταγωνιστικό ζευγάρι, που άφησε θετικές εντυπώσεις, παρά μια κάποια έλλειψη χημείας. Ο Γάλλος τενόρος Ζαν-Φρανσουά Μπορράς έκλεψε την παράσταση με υγιές, λυρικό τίμπρο, εξαιρετική άρθρωση και φραζάρισμα, τραγούδι σπάνιας καλαισθησίας (ονειρικά σβησίματα!). Βέβαια, η κάπως αδέξια σκηνική παρουσία και η έλλειψη σκουρότερου φωνητικού ηχοχρώματος (της περίφημης voix mixte) συνέβαλαν στη σκιαγράφηση ενός μάλλον μονοδιάστατου πορτρέτου του Βέρθερου, χωρίς τις ψυχολογικές εκλεπτύνσεις και τη σκοτεινή διάσταση του ρόλου που προσδίδει ένας Κάουφμαν. Πλάϊ του, η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη, σε μία από τις πληρέστερες εμφανίσεις της σταδιοδρομίας της, ενσάρκωσε μία Σαρλότ με ζηλευτή σκηνική αύρα, ευγένεια και κομψότητα τραγουδιού (αν και χωρίς τις αναγκαίες θερμές χαμηλές νότες), κυρίως όμως ικανοποιητική απόδοση της εξέλιξης του χαρακτήρα της ηρωίδας.
Στους υπόλοιπους, μικρότερους ρόλους, κρίσιμη αποδείχθηκε η ανεπαρκής νοηματοδότηση της γαλλικής γλώσσας, με την εξαίρεση του καθ’όλα αξιόπιστου Διοικητή του βαθύφωνου Δημήτρη Κασιούμη. Ο Διονύσης Σούρμπης διέθετε, όμως, την ποιότητα φωνής βαρυτόνου που απαιτείται για τον Αλμπέρ, ενώ η -θεωρητικά ιδανική- Σοφί της υψιφώνου Βασιλικής Καραγιάννη προδόθηκε από την έλλειψη φωνητικής δροσιάς και ευελιξίας. Το ζεύγος των Σμιτ/Γιοάν (Σαλαμπασόπουλος/Σαλάτας) έπεισε λιγότερο από αυτό των Μπρυλμάν/Καίτχεν (Αθανασόπουλος/ Κρασσά).
Πολύ ενθαρρυντική υπήρξε, τέλος, η πρώτη «μεγάλη» συμμετοχή της Παιδικής Χορωδίας, δείγμα της καλής δουλειάς που γίνεται από τη Μάτα Κατσούλη, ενώ συνέπραξε η Γυναικεία Χορωδία της ΕΛΣ.
Παρά τις αρκετές επιμέρους ενστάσεις, η αξιόλογη αυτή παραγωγή, που θ’ανεβεί για 5 ακόμη παραστάσεις μετά το Πάσχα, αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για γνωριμία με αυτήν τη σπουδαία, ιδιότυπης ποιητικής όπερα.
Credit φωτογραφιών: Μαριλένα Σταφυλίδου
Περισσότερες πληροφορίες
«Βέρθερος»
Μία από τις δημοφιλέστερες όπερες του γαλλικού ρεπερτορίου, ο συγκλονιστικός «Βέρθερος» του Ζιλ Μασνέ, επανέρχεται έπειτα από 31 χρόνια στη Λυρική, σε σκηνοθεσία του Έλληνα ακαδημαϊκού και σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου και μουσική διεύθυνση Ηλία Βουδούρη.