Ο Γιώργος Χαρωνίτης (ξαν)ακούει και γράφει για ένα από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης μουσικής εργογραφίας μας που περνάει στη νέα γενιά με τη φλόγα και την αίσθηση να παραμένουν.
«Πόσα και πόσα φαρμακώσαν την καρδιά μου – αμέτρητα – γλιστρήσανε σαν άμμος του γιαλού. Τώρα με σένα τις χαρούλες μου ας μετρήσω – τις λιγοστές – στα δάχτυλα του ενός χεριού». Μ’ αυτούς τους στίχους αρχίζουν οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη... Οι κατά Σαββόπουλον «Αχαρνής» είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης μουσικής εργογραφίας μας. Αυτό, ως συμπέρασμα, δεν επαφίεται απλώς στην πατριωτική ποιότητα του πράγματος αλλά στην ίδια την ιστορία, όπως αυτή εξελίχθηκε κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
25 Σεπτεμβρίου 2011. Μια σημαντική ημερομηνία όπου ανεβάζονται οι «Αχαρνής» στο Ηρώδειο. Έχουν περάσει 35 χρόνια από εκείνες τις ιστορικές εμφανίσεις στην μπουάτ «Ρήγας», στην Πλάκα. Ήμουνα νιος και γέρασα, δηλαδή! Από 21χρονος φοιτητής ψιλοαριστερών αναφορών είμαι πια 56, κοινωνικός καλλιτεχνίζων «αγνωστικιστής» μουσικογράφος και λοιπά. Με την ίδια νεανική σπίθα μέσα μου, όμως, και την ίδια αγάπη στην αγκαλιά μου. Είναι σα να μην έχει περάσει στιγμή – και δεν έχω ξεχάσει ούτε ένα στίχο, ούτε μιαν ατάκα...
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στους «Αχαρνής» μετατρέπει την σάτυρα του Αριστοφάνη σε υψηλού επιπέδου μουσική αναρχοκωμωδία – με σαφείς (και σωστές) πολιτικές θέσεις. Το σήμερα αποδεικνύει την ορθότητα αυτών των θέσεων και το έργο – τόσο του Αριστοφάνη όσο και του Σαββόπουλου – παραμένει ζωντανό και επίκαιρο. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, το αισθητικό (και όχι μόνο) αποτέλεσμα δεν το φθείρει η ιστορία ούτε μπορούν να το παρασύρουν το κοινό και οι ατζέντηδες. Και ο Σαββόπουλος, εξακολουθεί να είναι είρωνας, με το ματάκι παιχνιδιάρικο και με το κεφαλάκι πάνω στον πάγκο του χασάπη!
Σε όλο αυτό το διάστημα των 35 χρόνων οι «Αχαρνής» έχουν παρουσιαστεί πολλές φορές, σε διάφορες περιστάσεις και με ανάλογη επιτυχία. Αυτή η εκδοχή τους όμως είναι σημαντική γιατί κατ’ αρχήν η σκυτάλη περνάει σε νεώτερα πρόσωπα και πάει σε νεώτερες ηλικίες. Εδώ συμμετέχουν πιο φρέσκοι τραγουδιστές: η Ρωξάνη Γαρεφαλάκη, η Ασπασία Θεοφίλου, η Βασιλική Καρακώστα, ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, ο Πάνος Μουζουράκης, ο Γιώργος Μυλωνάς. Και, βέβαια, τα παιδιά του Μουσικού Ομίλου Αρσακείων Σχολείων (η παιδική χορωδία των δημοτικών και η μικτή χορωδία των γυμνασίων-λυκείων). Γι’ αυτά έγινε, εξάλλου, η εκδήλωση.
Ένας δεύτερος λόγος είναι το ότι η δισκογραφική έκδοση αυτής της συναυλίας (από τη Sui Generis) ήταν σχεδόν επιβεβλημένη καθόσον εδώ έχουμε πλήρες το original score – με ελαφρές μεταβολές – που είχε φτιάξει ο Σαββόπουλος για τις παραστάσεις του 1976-77. Η αρχική έκδοση, ο δίσκος «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» (Lyra, 1977), λόγω χρονικών περιορισμών της τότε βινυλιακής τεχνολογίας, ήταν αναγκασμένος να περικόψει κάποια σημεία του έργου καθώς αυτό είχε διάρκεια μεγάλη για μονό LP και μικρή για διπλό. Όμως, οι καιροί και τα πράγματα αλλάζουν – και καλό είναι να βλέπουμε (συγκριτικά) πως η φλόγα και η αίσθηση παραμένουν...
Σε σχέση με το τότε, από τους κανταδόρους εκείνης της εποχής, ο Μανώλης, ο Νίκος, ο Σάκης δεν είναι πια εδώ – και εμείς θα έχουμε φύγει όταν οι «Αχαρνής» θα έχουν βρει τους νέους κανταδόρους τους στον 22ο αιώνα. Όμως το έργο θα μένει. (Δισκογραφική έκδοση Sui Generis, 2014)