Αναμφισβήτητα είμαστε. Καταδικάζουμε απερίφραστα το σκοταδισμό, τα όποια δεσμά απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης, τα φασιστικού τύπου αντίποινα για κάποια σατιρικά σκίτσα, τις αποτρόπαιες εκτελέσεις ανθρώπων που το μόνο «όπλο» ήταν το μολύβι τους και είμαστε μαζί με όποιον ορθώνει τη φωνή και το ανάστημά του απέναντι στο παράλογο που εκπροσωπούν οι εξτρεμιστές της τζιχάντ. Οι διαδηλώσεις που έγιναν την περασμένη Κυριακή σε πολλές πόλεις του κόσμου με αποκορύφωμα αυτή στους δρόμους του Παρισιού (η μεγαλύτερη λένε από την εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς) δείχνουν πως ο κόσμος, εκτός από συγκλονισμένος, είναι και ενωμένος μπροστά στην τρομοκρατία του θρησκευτικού φανατισμού. Και φυσικά το σύνθημα «Je suis Charlie» που δέσποσε σε όλες τις διαμαρτυρίες είχε διττή σημασία: Αφενός ότι συμπάσχω για τα θύματα της αποτρόπαιας πράξης, αφετέρου ότι αποφασίζω (όπως έκανε το «Charlie») να μη φοβάμαι τον κάθε ακραίο φονταμενταλιστή. Το πρώτο είναι εύκολο και ανώδυνο. Το δεύτερο όμως θέλει κότσια. Ειδικά σε μια εποχή που όπως φαίνεται το να εκφέρεις άποψη σε κάνει στην καλύτερη περίπτωση αντιπαθητικό και στη χειρότερη μακαρίτη.
Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που είδαμε σε μια φωτογραφία από τις διαδηλώσεις της παρισινής πρωτεύουσας έναν Γάλλο να κρατάει ένα πλακάτ το οποίο έγραφε πως συμμετέχει στη διαδήλωση αλλά έχει συναίσθηση της σύγχυσης και της υποκρισίας που υπάρχει σε όλη αυτή την κατάσταση. Τι ακριβώς εννοούσε; Και γιατί έπρεπε να το δηλώσει τη δεδομένη στιγμή; Η απάντηση προφανώς φαίνεται στις υπόλοιπες φωτογραφίες από τις διαμαρτυρίες. Πόσοι άραγε από τους ηγέτες που μπήκαν στην κεφαλή της πορείας είναι από αυτούς που «διαφωνούν με αυτό που λες αλλά υπερασπίζονται μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες»; Γιατί, κακά τα ψέματα, η σάτιρα αν δεν είναι ενοχλητική δεν είναι σάτιρα. Είναι κρύα αστειάκια και καλυμμένη κολακεία. Και το σημαντικότερο είναι πως η καλή σάτιρα δεν είναι άμυνα, αλλά επίθεση. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το γαλλικό περιοδικό πνίγηκε στο αίμα. Αυτή η θέση πιθανότατα έκανε κι έναν από τους σκιτσογράφους του «Charlie Hebdo» που γλίτωσαν να δηλώσει πως του φέρνει δυσφορία το ότι απέκτησαν ξαφνικά τόσους φίλους. Και μην ξεχνάτε και μια άλλη διάσταση: ότι ακριβώς αυτό το περιστατικό που έχει να κάνει με την ελευθερία της έκφρασης, τελικά θα γίνει αφορμή για λιγότερη ελευθερία με τις ευλογίες αρκετών από τους κυρίους που φώναζαν «Je suis Charlie». Αυτά όσον αφορά την υποκρισία.
Η σύγχυση τώρα έχει να κάνει με όσους δεν πιστεύουν πως η επίθεση στο «Charlie Hebdo» ήταν απλώς ένα άγριο ξεκαθάρισμα λογαριασμών για τα μάτια του προφήτη. Μια στιγμή ενός πολέμου που έχει αρχίσει εδώ και πολύ καιρό και για τις υπόλοιπες μάχες του οποίου ελάχιστα μαθαίνουμε επειδή ελάχιστα μας ενδιαφέρουν. Τις ίδιες ημέρες που το Παρίσι βρισκόταν σε γενικό πανικό, πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Νιγηρία, χιλιάδες άμαχοι (και μάλλον κανένας σκιτσογράφος ανάμεσά τους) έπεφταν νεκροί από τους ισλαμιστές της Μπόκο Χαράμ. Ουδείς φυσικά περπάτησε κάποιον δρόμο σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Η έξαρση της θρησκευτικής βίας δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Και αν και μιλάμε για έξαρση δεν είναι κάτι καινούργιο. Θα θυμάστε φαντάζομαι πόσες δεκαετίες κρυβόταν ο Σαλμάν Ρουσντί για μια ανάλογη περίπτωση βλασφημίας. Να μη μιλήσουμε για τη θέση του Ισλάμ απέναντι στις γυναίκες ή τους γκέι. Το τι συμβαίνει πάντως αυτή τη στιγμή στον κόσμο, κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Οι ερωτήσεις σε αυτό το θέμα είναι πολύ περισσότερες από τις απαντήσεις. Αποικιοκρατία, πετρέλαια, ιμπεριαλισμός, θρησκείες, εξοπλισμοί, συμφέροντα, γεωπολιτικές συνθήκες, όλα έχουν γίνει ένα μπερδεμένο κουβάρι το οποίο όσο πάει και μεγαλώνει δημιουργώντας δύο πόλους που κανείς δεν ξέρει πότε θα επισημοποιήσουν τη διαμάχη τους. Γιατί φαίνεται πως από τις αρχές του 21ου αιώνα ζούμε τα προκαταρκτικά μιας μεγάλης σύγκρουσης. Και πολύ φοβόμαστε πως όταν συμβεί αυτή, το γνωστό «η πένα είναι πιο δυνατή από το ξίφος» θα έχει ελάχιστη σημασία.
Είμαστε άραγε Charlie;
Πόσοι άραγε από τους ηγέτες που μπήκαν στην κεφαλή της πορείας είναι από αυτούς που «διαφωνούν με αυτό που λες αλλά υπερασπίζονται μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες»;