Η Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ σκηνοθετεί ένα ανορθόδοξο «Γουέστερν», μία από τις ταινίες που θα ξεχωρίσει το 2018, και μας μιλά για τον τρόπο που έστησε την ευρηματική τρίτη της σκηνοθετική δουλειά.
Ήδη από το τέλος του 2017 η ταινία σας φιγουράρει στα καλύτερα της χρονιάς πολλών έγκριτων μέσων, όπως το «Sight & Sound». Περιμένατε πως θα χαίρει τέτοιας υποδοχής το «Γουέστερν»;
Όχι! Ήταν μια πάρα πολύ ευχάριστη έκπληξη όταν το έμαθα και ένα φανταστικό νέο για όλη την ομάδα που δούλεψε στην ταινία.
Το σενάριο βασίζεται σε μια έξυπνη και πρωτότυπη ιδέα. Πώς την εμπνευστήκατε;
Χρειάστηκε ένα σύνολο εμπειριών και αρκετός χρόνος για να κατασταλάξει στο μυαλό μου και να βρω στη συνέχεια πώς θα την μετέφερα στην οθόνη. Η αρχή έγινε από την αγάπη μου για τα γουέστερν που υπάρχει από την παιδική μου ηλικία. Ο κόσμος τους με είχε μαγέψει, και κυρίως οι μοναχικοί, τραχύς άντρες που πρωταγωνιστούσαν αναζητώντας ένα χώρο ελευθερίας ανάμεσα την πόλη και την άγρια φύση. Τα γούεστερν απεικονίζουν με ένα μοναδικό τρόπο την κατασκευή των κοινωνιών και θέτουν ερωτήματα για το τίμημα της ευθύνης σε έναν κόσμο που κυριαρχεί ο λόγος του ισχυρού.
Στην ουσία θυμίζουν τον κόσμο που ζούμε σήμερα στον οποίο ανθίζει η ξενοφοβία μεταξύ άλλων, και ήξερα μέσα μου ότι θέλω να αφηγηθώ μία ιστορία που να αφορμάται από αυτήν. Ταυτόχρονα, ζώντας στη Γερμανία, έβλεπα συχνά εργάτες να χειρίζονται με ζήλο βαριά μηχανήματα σε οικοδομές και συνειδητοποίησα πως αυτοί θέλω να είναι οι χαρακτήρες της ταινίας μου.
Εκείνα όμως που θεωρώ σημαντικότερα όλων, είναι όσα δε γνωρίζω για την ιστορία μου. Κάθε ταινία είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο, και με το «Γουέστερν» ταξίδεψα κυριολεκτικά στα Βαλκάνια για να βρω την ιδανική τοποθεσία γυρισμάτων, μεταφορικά όμως εξερευνούσα τις έννοιες που με ενέπνευσαν να τη γυρίσω.
Ταξίδι με άγνωστο προορισμό πραγματοποιεί και ο βασικός σας χαρακτήρας, ο οποίος νιώθει οικεία μεταξύ «ξένων» και ανακαλύπτει από την αρχή τον εαυτό του...
Ξέρετε παρόλο που οι λαοί της Ευρώπης μοιραζόμαστε την ίδια ήπειρο και ως ένα βαθμό την ίδια ιστορία, οι παραστάσεις από τη μία περιοχή στην άλλη είναι τόσο διαφορετικές που μονάχα η προσωπική εμπειρία και επικοινωνία ενός λαού με έναν άλλο είναι ικανές να μας φέρουν πιο κοντά. Το συνειδητοποίησα και εγώ ταξιδεύοντας για την ταινία. Όταν μιλάμε για την Ευρώπη, την ίδια στιγμή μιλάμε για εξουσία, κυριαρχία, επιβολή. Στο «Γουέστερν» οι (Γερμανοί) ήρωές μου θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως η δύναμη που θεωρούν πως έχουν εξαφανίζεται όταν φτάνουν στη Βουλγαρία (σ.σ.: όπου διαδραματίζεται η ταινία).
Ζούμε σε ευαίσθητους καιρούς... Όταν άρχισα να δουλεύω στην ταινία δεν υπήρχε η ραγδαία αύξηση του εθνικισμού που βιώνουμε σήμερα. Με φοβίζει αυτό το γεγονός, και βλέπω πώς το «Γουέστερν» αποκτά επιπλέον συμβολισμούς και πάει κόντρα σε αυτό. Δηλώνει με έναν τρόπο πως οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά και να λύνουν τις διαφορές τους.
Στην ταινία σας βλέπουμε μια ποικιλόμορφη Ευρώπη, τελείως διαφορετική από την τακτοποιημένη και ομοιόμορφη εικόνα της που έχουμε μάθει να βλέπουμε.
Ακριβώς, τα ταξίδια μου στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία το απέδειξαν απόλυτα αυτό. Για την τρομερή επίδραση των ταξιδιών στον άνθρωπο, ο οποίος τότε περνά από τη θεωρία στην πράξη, έχει γράψει η Αμερικανίδα φεμινίστρια Γκλόρια Στάινεμ στο καταπληκτικό βιβλίο της «My Life on the Road» το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα.
Τελικά ποιο σημείο των Βαλκανίων επιλέξατε για το γύρισμα και πώς καταλήξατε στους ηθοποιούς που θέλατε στην ταινία;
Τα γυρίσματα έγιναν στη Βουλγαρία σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα που κουβαλά πολλή ιστορία, καθώς διαχρονικά μετακινούνταν οικογένειες από τη μία χώρα στην άλλη.
Αναφορικά με τους ηθοποιούς, κάναμε ένα μεγάλης διάρκειας κάστινγκ που κράτησε περίπου δύο χρόνια ώστε να βεβαιωθούμε πως θα βρούμε τα πρόσωπα που θέλαμε. Τον πρωταγωνιστή Μάινχαρντ Νιούμαν τον γνώρισα πριν από μερικά χρόνια σε μια υπαίθρια αγορά αλόγων στο Βερολίνο, και το πρόσωπό το με σόκαρε, μου θύμιζε τους άντρες που θαύμαζα στα γουέστερν: από τη μία είναι σκληροτράχηλος και επιβλητικός, αλλά την ίδια στιγμή μπορείς να διακρίνεις τις φοβίες του. Όσο για τους ηθοποιούς από τη Βουλγαρία, ένας προέρχεται από το χωριό όπου έγιναν τα γυρίσματα και οι υπόλοιποι από τις γύρω περιοχές.
Επομένως οι ηθοποιοί σας δεν ήταν επαγγελματίες;
Όχι, κανένας δεν είναι. Δε χρειάστηκε όμως να κάνουμε πολλές πρόβες γιατί κάνοντας παρέα και περνώντας πολύ χρόνο μαζί - πάντα με μια κάμερα τριγύρω, δεθήκαμε, και έτσι η παρουσία της κάμερας πια στο γύρισμα ήρθε ως φυσική απόρροια της σχέσης μας.
Το σκηνοθετικό σας στιλ κατακερματίζει τα βασικά συστατικά ενός γουέστερν (το κυρίαρχο αρσενικό, το άλογο και ο άγνωστος εχθρός), όμως υιοθετείτε και ένα έντονο στιλ ντοκιμαντέρ. Αλήθεια, θα γυρίζατε ποτέ μια ταινία δίχως μυθοπλασία;
Όχι! (γέλια) Καταλαβαίνω γιατί με ρωτάτε, όμως για μένα το ντοκιμαντέρ με ενδιαφέρει περισσότερο ως αίσθηση παρά ως αφήγηση.