Αφηγούμενος τα αληθινά γεγονότα της «Δίκης της Φρανκφούρτης» και τις πολυετείς προσπάθειες του νεαρού εισαγγελέα Γιόχαν Ράντμαν να φέρει μπροστά στη γερμανική δικαιοσύνη πολλούς συνεργάτες των ναζί που χρόνια μετά τον πόλεμο κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ο «Λαβύρινθος της Σιωπής» προσπαθεί να κοιτάξει κατάματα την επώδυνη αλήθεια της συλλογικής ευθύνης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης του Τζούλιο Ρικιαρέλι μας μιλάει για την επιτυχημένη ταινία του, η οποία απέσπασε το βραβείο κοινού στις αθηναϊκές «Νύχτες Πρεμιέρας» και μπήκε στη βραχεία λίστα των εννιά ξενόγλωσσων οσκαρικών υποψηφιοτήτων.
Πως αποφασίσατε να περάσετε από την ηθοποιία στη σκηνοθεσία;
Ήταν ένα όνειρό μου από παλιά, αλλά μου πήρε καιρό να πειστώ πως είμαι ικανός να περάσω από το μπροστινό στο πίσω μέρος της κάμερας. Το να σκηνοθετείς είναι μια πανέμορφη, περίπλοκη δουλειά και πλέον δεν μπορώ να φανταστώ κάτι που θα με γέμιζε περισσότερο.
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σας αναφορές;
Λατρεύω τον «Νονό», τον «Ελαφοκυνηγό», το «Οργισμένο Είδωλο», αλλά και το «Blues Brothers», όπως και τις τσέχικες ταινίες του Μίλος Φόρμαν. Διαφορετικά πράγματα… Βλέπω πολλές ταινίες, αλλά έτσι και αρχίσω να δουλεύω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο προσπαθώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτές που αγαπώ περισσότερο, ψάχνοντας να βρω τον τρόπο που πρέπει να αφηγηθώ τη συγκεκριμένη ιστορία. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω πως το «Ζ» του Κώστα Γαβρά ήταν μια φανερή επιρροή για το «Λαβύρινθο…», δεν είναι όμως μια ταινία που προσπάθησα να αντιγράψω.
Πόσο σας βοήθησε η ιταλική καταγωγή σας στο να επιλέξετε για το ντεμπούτο σας ένα τόσο ευαίσθητο θέμα για τη γερμανική ιστορία;
Τα γεγονότα της «Δίκης της Φρανκφούρτης», δεμένα σε μια ιστορία με τόσες πολλές διαστάσεις, μου φάνηκαν εξ αρχής συναρπαστικά. Χάρηκα που μου δόθηκε η ευκαιρία να τα αφηγηθώ, όπως χαίρομαι που διαπιστώνω πως η Γερμανία κάνει πραγματικά σκληρή προσπάθεια να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, να περισώσει πολύτιμες μνήμες και να μην ξεχάσει, Τώρα, το ότι είμαι κατά το ήμισυ Ιταλός, καθώς η μητέρα μου είναι Γερμανίδα, νομίζω πως με έκανε να αντιμετωπίσω το όλο θέμα πιο συναισθηματικά, να καταλάβω και να περιγράψω καλύτερα τον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή.
Είχατε αντιδράσεις ή αρνητική κριτική από το γερμανικό κοινό ή τα μέσα ενημέρωσης;
Όχι, αντιθέτως η ανταπόκριση ήταν θερμή και η ταινία αποτέλεσε εμπορική επιτυχία. Στο εξωτερικό και ειδικότερα στις ΗΠΑ υπήρξε επίσης θετικό κλίμα, ενώ μεγάλη μερίδα του ευρωπαϊκού κοινού αναγνώρισε στην υπόθεση πράγματα που έχουν να κάνουν και με τη δική τους εθνική ιστορία. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους ναζί ανά την Ευρώπη και σχεδόν σε κάθε χώρα υπάρχει και μια σκοτεινή πλευρά της αντίστοιχης ιστορίας. Στην ίδια τη Γερμανία τώρα, η ταινία ξεκίνησε μια σειρά συζητήσεων για το τι πίστευε ο κόσμος γύρω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα τη δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60, μια περίοδο για πολλούς μισοξεχασμένη.
Πιστεύετε λοιπόν στην εκπαιδευτική δύναμη του κινηματογράφου;
Πιστεύω στον πολιτισμό. Η τέχνη είναι απαραίτητη βοήθεια στην εξέλιξη ενός ανθρώπου, αλλά και μιας κοινωνίας. Μας μαθαίνει πώς να ζούμε, πώς να σκεφτόμαστε ελεύθερα, πώς να αναγνωρίζουμε το ωραίο και το υψηλό. Και ο κινηματογράφος έχει μεγάλη πολιτιστική δύναμη.