τα «Κορίτσια», την τρίτη της ταινία με θέμα την ενηλικίωση («Water Lillies», «Αγοροκόριτσο»), η οποία ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ Κανών και έφτασε ως τα βραβεία Σεζάρ.
Η ταινία θίγει μια σειρά από επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Τι αντίκτυπο είχε στο γαλλικό κοινό;
Έκανε 300.000 εισιτήρια, μια ικανοποιητική εμπορική καριέρα θα έλεγα. Δεν σας κρύβω πως θα ήθελα περισσότερα, ακριβώς για το λόγο που αναφέρατε. Γιατί μιλάει για την αληθινή ζωή στα προάστια, για τις περιορισμένες προοπτικές που έχουν τα νέα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν εκεί, για τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται, αλλά και διαιωνίζεται η βίαιη συμπεριφορά… Τα social media και ο Τύπος ασχολήθηκαν αρκετά με την ταινία και τα θέματά της, η τηλεόραση πάλι, όχι.
Προσπαθήσατε να μαλακώσετε την προσέγγισή σας απέναντι σε κάποια πράγματα ώστε το φιλμ να γίνει φιλικότερο προς το θεατή;
Μια ταινία, όπως και μια εικόνα, μπορεί να είναι αληθινή, σκληρή και ταυτόχρονα φιλική απέναντι στο θεατή. Κι όταν λέμε φιλική εννοούμε να του προκαλεί το ενδιαφέρον, όχι να τον κολακεύει συναισθηματικά ή να τον χαϊδεύει ψυχολογικά. Προσωπικά θέλω ο θεατής να ιντριγκάρεται από την ιστορία και το βασικό χαρακτήρα της ταινίας, κάποιον που θα ήθελε να ακολουθήσει άσχετα αν συμφωνεί μαζί του ή όχι.
Για ακόμα μια ταινία σας το βασικό θέμα είναι η γυναικεία ενηλικίωση.
Με ενδιαφέρουν οι θηλυκές πρωταγωνίστριες, όπως και το θέμα της αλλαγής τους – σωματικής ή ψυχολογικής. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο, τα «Κορίτσια» είναι η πλέον πολιτική ταινία μου, καθώς το κοινωνικό στοιχείο είναι έντονα παρόν. Σημασία στο σινεμά, όμως, δεν έχει το θέμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το αφηγείσαι και το αντιμετωπίζεις. Όλες οι ταινίες είναι μυθοπλαστικές κατασκευές, ακόμα και ένα ντοκιμαντέρ είναι η αλήθεια σκηνοθετημένη, μια από τις πολλές εκδοχές της δηλαδή. Έτσι, ο κόσμος του Κεν Λόουτς είναι τόσο «κατασκευασμένος» όσο κι αυτός του Τιμ Μπάρτον, δυο κινηματογραφικοί κόσμοι που μου φαίνονται εξίσου γοητευτικοί, μα κι εξίσου αληθινοί. Οπότε η έννοια μου είναι αυτό που βγαίνει από το φακό στην οθόνη να είναι κινηματογραφικά αυθεντικό και δευτερευόντως να αφορά ένα γυναικείο θέμα, ένα κοινωνικό πρόβλημα ή κάτι ανάλογο…
Η γυναικεία βία είναι ένα ευαίσθητο από κάθε άποψη ζήτημα, το οποίο πολλές ταινίες φοβούνται να αγγίξουν ή όταν το κάνουν προτιμούν έναν πολιτικά ορθό και σχεδόν πάντα κινηματογραφικά αδιάφορο τρόπο.
Ήθελα να πλησιάσω αυτή τη… ναρκοθετημένη περιοχή χωρίς ταμπού και χωρίς την ηθικολογία που την συνοδεύει. Η γυναικεία βία, αντίθετα απ’ ότι μας λένε τα Μ.Μ.Ε., δεν έχει αυξηθεί καθόλου τα τελευταία χρόνια. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η κυρίαρχη άποψη, όμως, θέλει να μας πείσει πως οι γυναίκες γίνονται ολοένα και πιο βίαιες, πιο ανεξέλεγκτες, άρα πιο απειλητικές. Κάτι που φυσικά συνδέεται άμεσα με τις σχετικές διεκδικήσεις για δικαιώματα, τα οποία ποτέ δεν κερδίζεις αναίμακτα.
Πως επιλέξατε την 20χρονη Καριντζά Τουρέ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο; Πρόκειται για μια πρωτοεμφανιζόμενη πραγματική αποκάλυψη…
Το κάστινγκ διήρκεσε τέσσερις μήνες, κατά τους οποίους είδαμε πάνω από 300 υποψήφιες. Όχι μόνο για τον πρώτο ρόλο φυσικά, αλλά και για εκείνους των άλλων τριών κοριτσιών που αποτελούν την παρέα της Μαριέμ. Ψάξαμε επαγγελματίες, ερασιτέχνες, τα πάντα… Μόλις είδα την Καριντζά, την διάλεξα αμέσως. Φοβερό πρόσωπο, από το οποίο δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου και το οποίο σου μεταδίδει άμεσα την αίσθηση της μεταμόρφωσης, της ικανότητας να αλλάζει εκφράσεις διαρκώς. Καθοριστικό ήταν επίσης και το ότι ήθελε απεγνωσμένα να παίξει, ήταν γεμάτη πάθος και δεν φοβόταν καθόλου. Έτσι, πήγε ένα βήμα παραπέρα από το να είναι απλά ο εαυτός της και με βοήθησε πολύ στο να έχω κάτι παραπάνω από μια απλά δυνατή νατουραλιστική ερμηνεία.