Σπουδασμένος στη Γαλλία, θεατράνθρωπος, συνθέτης μουσικής και καθηγητής υποκριτικής, ο Νίκος Κορνήλιος έχει υπογράψει ως σκηνοθέτης μια σειρά διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών («Αθώο Σώμα», «Τρίτη», «Η Μουσική των Προσώπων», «11 Συναντήσεις με τον Πατέρα μου»), οι οποίες, πάντα ανθρωποκεντρικές, πειραματίζονται με την κινηματογραφική αφήγηση και τις δυνατότητες της υποκριτικής. Στη «Μητριαρχία», η οποία προβάλλεται από την Πέμπτη 5/3 στις αθηναϊκές αίθουσες, συγκεντρώνει 60 γυναίκες διαφορετικών εθνικοτήτων και κοινωνικών προελεύσεων σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο καταφύγιο που απειλείται με κατεδάφιση και μέσα από τις εξομολογήσεις τους σχολιάζει τη σύγχρονη αντροκρατούμενη πραγματικότητα.
Από πού ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας και πως αναπτύχθηκε σε σενάριο;
Η ιδέα είναι παλιά, πήρε πολλές μορφές και έκανε πολλούς κύκλους μέχρι να ωριμάσει. Μου αρέσει κάθε ταινία να είναι μια άλλη ταινία, από κάθε πλευρά: θεματολογικά, αλλά και σαν μορφή, σαν τρόπος κινηματογραφικής γραφής. Εδώ το σενάριο είναι προφορικό. Για πέντε μήνες μέσα από τις πρόβες η ιστορία και οι χαρακτήρες δουλεύτηκαν προφορικά - με τη σύμπραξη της Ευγενίας Παπαγεωργίου που έκανε και το μοντάζ της ταινίας – μαζί με τις 60 ηθοποιούς, σε επάλληλους κύκλους. Με πολλές προσωπικές πρόβες με την καθεμία ξεχωριστά, αλλά και σε μικρούς κύκλους «σχέσεων». Τέλος με μια σειρά από γενικές δοκιμές, με όλη την «ορχήστρα» αλλά και τους τεχνικούς (τρεις στην εικόνα και τρεις στον ήχο), γιατί έπρεπε να επιλυθούν πολύ δύσκολα τεχνικά προβλήματα ώστε η ποιότητα της εικόνας και του ήχου να μην επηρεάζουν την ροή των σκηνών και τη συγκέντρωση των ηθοποιών.
Ακούμε τις ιστορίες 60 περίπου γυναικών. Πόσες από αυτές είναι αληθινές και πόσες αφορούν στις ίδιες τις πρωταγωνίστριες οι οποίες τις αφηγούνται;
Ξέρετε, τελικά δεν έχει σημασία τι είναι «αληθινό» και τι «μυθοπλασία». Αφού και το αληθινό όταν δουλεύεται γίνεται μυθοπλασία αλλά και η μυθοπλασία όταν δουλεύεται πρέπει να ακούγεται σαν αληθινή. Και ειλικρινά δεν ξέρω πια, αλλά και δεν θέλω να ξεχωρίσω στην ταινία το ένα από το άλλο.
Ανάμεσα σε ως επί το πλείστον νεαρές και άγνωστες ηθοποιούς, αναγνωρίζουμε τις Όλγα Τουρνάκη, Ειρήνη Ιγγλέση, την καθηγήτρια Τζίνα Πολίτη και την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Γιατί τις επιλέξατε;
Όλες είναι σπουδαίες ηθοποιοί ανεξάρτητα από την «αναγνωρισιμότητά» τους ή το μέγεθος της παρουσίας τους στην ταινία. Υπάρχουν όλες οι γενιές των Eλληνίδων ηθοποιών, από τα 18 μέχρι τα 85. Πολλές έχουν κάνει σημαντικά πράγματα στο θέατρο όπως η Κωνστανίνα Τάκαλου, η Ιρις Χατζηαντωνίου, η Ντέπυ Πάγκα, η Εβελίνα Αραπίδη. Η σπουδαία Μεξικάνα ηθοποιός, σκηνοθέτης και δραματουργός Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες, που είναι σημαντικό ότι ζει και εργάζεται στη χώρα μας. Η εξαιρετική συνεργάτις μου από τις «11 Συναντήσεις» Εύα Στυλάντερ, από τη Σουηδία, που ζει στη χώρα μας δεκαετίες και αθόρυβα παράγει έργο. Και γυναίκες - εκρηκτικά ταλέντα - από την Βραζιλία και την Αφρική. Αλλά και όλες οι νεότερες ηθοποιοί της ταινίας κάνουν εξαιρετικά πράγματα, κυρίως στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο. Και όμως ήρθαν όλες τους στο κάλεσμα της «Μητριαρχίας» για μια πραγματικά συλλογική δουλειά που τις αφορούσε βαθύτατα. Μαζί με αυτές και οι σημαντικές προσωπικότητες που αναφέρατε, αλλά και προσωπικότητες του φεμινισμού όπως η Μαρία Λιάπη και η Δέσποινα Τσούμα και ακτιβίστριες, όπως η πρόεδρος της Ενωσης Αφρικανών Γυναικών Λορέτα Μακόλεϊ, που ήθελα να προσφέρουν στην ταινία την εμπειρία τους ως καταξιωμένες γυναίκες από διαφορετικούς χώρους. Υποκλίνομαι μπροστά σε όλες.
Πως αντιμετωπίσατε κινηματογραφικά το «πρόβλημα» μιας ταινίας η οποία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο λόγο; Πόσο διαφορετική είναι δηλαδή η προσέγγισή σας από κάτι που θα μπορούσε - θα μπορούσε άραγε; - να ήταν κινηματογραφημένη θεατρική παράσταση;
Τα πρόσωπα – το πρόσωπο, το γκρο-πλάνο – είναι για μένα ό,τι πιο κινηματογραφικό υπάρχει. Το πρόσωπο φέρει το λόγο. Έχω γυρίσει τη «Μουσική των Προσώπων» μόνο με κοντινά πλάνα. Ο κινηματογραφικός λόγος δεν έχει καμία σχέση με το θεατρικό λόγο. Και δώσαμε μια μεγάλη «κινηματογραφική μάχη» με τις ηθοποιούς μου για να λειτουργήσει η ερμηνεία τους κινηματογραφικά και όχι θεατρικά. Ο κινηματογράφος, εξάλλου, έχει χώρο για τα πάντα: από την κυριαρχία του λόγου (και έχουν υπάρξει σπουδαίες ταινίες) μέχρι την απόλυτη σιωπή.
Πιστεύετε πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει «αν οι γυναίκες βρουν το δικό τους λόγο»; Το διαχρονικό πρόβλημα της βίας είναι δηλαδή θέμα φύλου ή καθαρά πολιτικοκοινωνικό και ταξικό;
Οι μελέτες πάνω στο ζήτημα της βίας και οι αριθμοί που προκύπτουν δείχνουν δυστυχώς με τον πιο απόλυτο τρόπο ότι η βία συνδέεται πολύ ισχυρά με το φύλο: πόλεμοι, γενοκτονίες, στρατόπεδα, βασανιστήρια, δολοφονίες, βιασμοί, κακοποιήσεις… Αλλά και η έμμεση βία (οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες, η καταστροφή του περιβάλλοντος) πριν γίνει ταξική βία υπήρξε έμφυλη, μέσα από χιλιετίες πατριαρχίας. Και συνεχίζει να είναι. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά παρά μόνο αν οι γυναίκες έρθουν – και έρχονται αργά και σταθερά εδώ και κάποιες δεκαετίες – στο προσκήνιο της Ιστορίας και προτείνουν μια αλλαγή παραδείγματος.
Σε μια δύσκολη εποχή για την παραγωγή ταινιών και καλλιτεχνικού έργου γενικότερα, έχετε καταφέρει να γυρίσετε τέσσερις τα τελευταία εφτά χρόνια. Πιστεύετε πως οι «μικρές», ανεξάρτητες παραγωγές μπορεί να γίνουν η κινηματογραφική απάντηση στην κρίση;
Η «Μητριαρχία» γυρίστηκε με τον ενθουσιασμό και την ανιδιοτελή προσφορά των 60 αυτών υπέροχων γυναικών, αλλά και 20 επαγγελματιών τεχνικών και εργαστηρίων όπως το Studio 19 του Κώστα Μπώκου και του Βασίλη Κουντούρη, το οποίο είναι όχι μόνο σε ελληνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο ένας από τους πιο δημιουργικούς χώρους στον ήχο αλλά και στον πειραματισμό της εικόνας. Καθώς επίσης και την προσφορά του χώρου από τους Λουκά και Χρήστο Θάνο. Είναι κι αυτός ένας δρόμος δημιουργίας, αλλά δεν μπορεί να είναι ο μόνος.
Πως εξηγείτε το φαινόμενο Greek Weird Wave και την αποδοχή του από τα διεθνή φεστιβαλικά κυκλώματα; Κι αν μιλάμε πράγματι για μια ενδιαφέρουσα εθνική κινηματογραφική ιδιαιτερότητα, γιατί τα προϊόντα της δεν αφορούν σχεδόν καθόλου τον Έλληνα θεατή;
«Ας ανθίζουν 100 λουλούδια, ας υπάρχουν 100 σχολές!» Όσο για τον ταλαίπωρο «έλληνα θεατή», αυτός βομβαρδίζεται στην τηλεόραση αποκλειστικά και μόνο με σκουπίδια, δεν έχει στα σχολεία του καμία κινηματογραφική παιδεία (τα παιδιά δεν βλέπουν από το δημοτικό μέχρι το λύκειο ούτε μια κλασσική ταινία) και η Ταινιοθήκη και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (οι μοναδικοί φορείς που στηρίζουν συστηματικά την τέχνη του κινηματογράφου) παλεύουν να επιβιώσουν. Αλλά όλα αυτά πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός να αλλάξουν. Είμαι αισιόδοξος. Ας συμβάλλουμε όσες και όσοι πραγματικά αγαπάμε τον κινηματογράφο. Στην περίπτωση της «Μητριαρχίας» υπάρχουν ήδη συλλογικότητες από τα Χανιά μέχρι τη Δράμα που παθιάστηκαν με την ταινία και οργανώνουν συζητήσεις γύρω από τα θέματά της. Τι άλλο καλύτερο για μια ταινία να ζητήσει κανείς;