Ο σκηνοθέτης της «Παράξενης Αγάπης» μιλάει στον Χρήστο Μήτση για το τρυφερό γκέι δράμα του με τους Τζον Λίθγκοου και Άλφρεντ Μολίνα, τη Νέα Υόρκη, τον Γούντι Άλεν και το νέο ελληνικό σινεμά.
Η«Παράξενη Αγάπη» είναι μια ταινία για τον έρωτα, αλλά και για τη Νέα Υόρκη…
Ζω 25 χρόνια σ’ αυτή την πόλη και ήθελα να είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του φιλμ. Είχα στο νου μου ταινίες όπως το «Η Χάνα και οι Αδελφές της» και τα «Παντρεμένα Ζευγάρια», ήθελα όμως να υπάρχει μια όσο γίνεται πιο φρέσκια ματιά πάνω στη νεοϋορκέζικη πραγματικότητα. Γι’ αυτό συνεργάστηκα με έναν Έλληνα διευθυντή φωτογραφίας, τον Χρήστο Βουδούρη του «Πριν τα Μεσάνυχτα», ο οποίος είδε τη Νέα Υόρκη με το μάτι ενός ξένου, ενός νεοφερμένου. Στην προηγούμενη ταινία μου φωτογράφος ήταν ο Θύμιος Μπακατάκης, σ’ αυτήν συμπαραγωγός είναι η Faliro House. Παρακολουθώ στενά το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, του οποίου η σχέση με το φως και τη φυσική, αβίαστη κινηματογράφηση με εντυπωσιάζει. Πρόκειται βέβαια ως επί το πλείστον για art ταινίες, ενώ η δική μου είναι μεν καλλιτεχνική, αλλά πολύ φιλικότερη προς το θεατή.
Ο Γούντι Άλεν είναι μια σταθερή κινηματογραφική σας αναφορά.
Εβραίος, Νεοϋορκέζος, σεναρίστας με αυτοβιογραφικά στοιχεία, δημιουργός που συνδυάζει ανεπανάληπτα χιούμορ και δράμα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη και καλύτερη επιρροή.
Πόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία έχει η τελευταία ταινία σας;
Η βασική ιδέα ξεκίνησε από ένα φιλικό γκέι ζευγάρι. Ο ένας από τους δύο, ο γλύπτης Τεντ Ραστ, έκανε μια θεματική στροφή στη δουλειά του στα 97 του, μόλις δυο χρόνια πριν πεθάνει. Αυτός μου έδωσε την έμπνευση για τον Μπεν (Τζον Λίθγκοου). Στο σενάριο πέρασα και πολλά προσωπικά μου βιώματα –ζω χρόνια με το σύζυγό μου, με τον οποίο έχουμε δυο κόρες–, τα περισσότερα όμως στοιχεία της πλοκής είναι μυθοπλαστικά.
Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από μουσική του Σοπέν, η οποία έχει επίσης σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ξεκινήσαμε στο σενάριο από ένα κομμάτι του, αλλά τελικά είδαμε πως η μουσική του ταίριαζε σε πολλές σκηνές, άλλοτε «αυθεντική», σκέτο πιάνο, κι άλλοτε σε μια πιο μοντέρνα, αλλά πάντα πιστή ενορχήστρωση. Είναι η μουσική του Τζορτζ και του Μπεν, καθώς φωτίζει τη σχέση τους από μια γωνία διαφορετική από αυτή των διαλόγων, ακόμη κι εκείνη των εικόνων. Το σινεμά, άλλωστε, δεν είναι μόνο εικόνα αλλά και ήχος, συχνά και σιωπή. Λατρεύω τις σιωπηλές κινηματογραφικές στιγμές, όταν ένα κλόουζ απ, για παράδειγμα, μπορεί να εκφράσει περισσότερα πράγματα απ’ όσα δέκα σελίδες σεναρίου.