Ο Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος κέρδισε τις εντυπώσεις με το προ τετραετίας ντεμπούτο του «Χώρα Προέλευσης», επιστρέφει με το κοινωνικό δράμα «Έκρηξη», που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριo. Ο Σύλλας Τζουμέρκας μιλά για τη θαρραλέα ηρωίδα του, το κοινωνικό σινεμά του και την Ελλάδα του σήμερα.
Όπως και στην πρώτη σου ταινία, τη «Χώρα Προέλευσης», έτσι και στην «Έκρηξη» χρησιμοποιείς τηλεοπτικά ντοκουμέντα. Γιατί το κάνεις αυτό;
Δούλευα για πολλά χρόνια στους «Φακέλους» του MEGA. Στη συνέχεια, έκανα κάποια ντοκιμαντέρ στα οποία χρησιμοποίησα πολύ τα επίκαιρα κάθε εποχής. Είναι οπτικό υλικό που μου αρέσει. Τα πλάνα τους έχουν μια ευθύτητα και μια αμεσότητα. Επίσης τα βρίσκω διασκεδαστικά, διότι μου φαίνονται αστεία και την ίδια στιγμή φθαρτά. Μου αρέσει να τα σαρκάζω και να τα διαστρέφω. Στις ταινίες μου, μάλιστα, είναι τις περισσότερες φορές ψεύτικα, διότι χρησιμοποιώ άλλο σπικάζ και μπερδεύω τα πλάνα. Είναι μια χαλασμένη χρήση της πραγματικότητας. Σαν να χαλάς την ιστορική μνήμη των άλλων. Έχει πολλή πλάκα.
Η δεύτερη ταινία σου μοιάζει αρκετά με την πρώτη. Έχει κάποιες οικογενειακο-ερωτικές σχέσεις στο κέντρο της αφήγησης, από ήρωες τραυματισμένους, οι οποίες ξετυλίγονται στην Ελλάδα του σήμερα. Η «σπαστή» αφήγηση και η μετωπική εξιστόρηση είναι επίσης χαρακτηριστικά του σινεμά σου. Είναι σαν να θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω σου εδώ και τώρα.
Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να καταγράψω ορισμένες δυναμικές σε αυτό που ζούμε σήμερα. Πιστεύω ότι κάθε εποχή έχει ένα κεντρικό θέμα. Για παράδειγμα, όταν κάναμε τη «Χώρα Προέλευσης», αυτό ήταν η σύγκρουση των γενιών που εκδηλωνόταν με τρόπο θορυβώδη, θαμπό και άγουρο, συνθέτοντας ένα σκηνικό κόλασης. Τώρα, στην «Έκρηξη», είναι μια τελείως διαφορετική εποχή. Έχουμε φάει πολλά χτυπήματα και ο καθένας βρίσκει διαφορετικό τρόπο για να αντιδράσει σε αυτό που του συμβαίνει. αυτές οι αποφάσεις είναι συνήθως πολιτικά μη ορθές. Υπάρχει μια έξαρση στους χαρακτήρες και στις ιστορίες τους και αυτό προσπάθησα να πιάσω στην «Έκρηξη». Η ταινία δίνη αυτήν την αίσθηση του καθαρτηρίου. Υπάρχει ένα σημείο όπου πρέπει να «καθαρίσεις» από το παρελθόν σου για να προχωρήσεις. Αυτό είναι το επόμενο κεφάλαιο για τη χώρα.
Σε σχέση με τους περισσότερους σκηνοθέτες της γενιάς σου, κάνεις ένα σινεμά πιο κοινωνικό...
Δεν μπορώ να σου μιλήσω για τους υπόλοιπους Έλληνες σκηνοθέτες, διότι ο καθένας δουλεύει με διαφορετικό τρόπο. Για μένα είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. δεν μου άρεσε ποτέ η παραβολή. Θέλω να συνοψίζω στους χαρακτήρες των ταινιών μου τις κοινωνικές δυναμικές και τα ρεύματα της εποχής. Και αυτό γιατί ένα κοινωνικό ρεύμα φτιάχνεται από χαρακτήρες, την ίδια στιγμή που οι χαρακτήρες υπακούουν σε κοινωνικά ρεύματα. Αυτό είναι που κάνει και τις δύο διαδικασίες απρόβλεπτες.
Ποια ήταν, λοιπόν, η αφορμή για να κάνεις ένα εκρηκτικό κοινωνικό δράμα με πρωταγωνίστρια μια εξεγερμένη γυναίκα;
Προσωπικά πιστεύω ότι κάποιος κάνει ταινίες επειδή δεν φοβάται και για να μη φοβάται. Στην «Έκρηξη» το πρώτο πράγμα που γράφτηκε είναι ο καθαρτήριος λόγος της Μαρίας μπροστά σε μια ομάδα γυναικών. Εκεί καταλάβαμε με τη συν-σεναριογράφο Γιούλα Μπούνταλη ότι έχουμε έναν χαρακτήρα που μπορεί να σηκώσει μια ολόκληρη ταινία. Κάνει κάτι τόσο ευθύβολο, ασυνήθιστο και την ίδια στιγμή συνεκτικό...
Μου αρέσει το ότι οι πράξεις της Μαρίας δεν βρίσκονται έξω από τη συνείδησή της. Είναι πράγματα που έχει συνειδητοποιήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να τα βάλει στα λόγια της. Δεν πρόκειται απλώς για μια αντίδραση, αλλά για μια ηρωίδα που σκέφτεται και παίρνει αποφάσεις. Στη συνέχεια βρήκαμε το περιβάλλον και τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν αυτόν τον χαρακτήρα. Αυτό που με ένοιαζε ήταν να βγει ο χαρακτήρας της Μαρίας με όλο του το θάρρος και όλες τις αντιφάσεις του.
Είναι έντονες και σαφείς οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές σου. Ενώ κάνεις ένα σινεμά σωματικό και ιδιαίτερο, το κοινωνικό περιβάλλον είναι δοσμένο με τρόπο γλαφυρό.
Δεν πιστεύω στη διακριτική περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος. Δεν θέλω να σπαταλώ χρόνο σε μια κινηματογραφική αφήγηση για πράγματα που θεωρώ ότι δεν αξίζουν. Προτιμώ να το κάνω γρήγορα και κυριολεκτικά, μιλώντας στη συνέχεια για πράγματα που με ενδιαφέρουν. Δεν το φοβάμαι αυτό, είναι θέμα οικονομίας στην αφήγηση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ, άλλωστε, τα ντοκουμέντα με τρόπο άμεσο: όσο πιο ωμά χρησιμοποιήσεις αυτό το οπτικό υλικό τόσο αυτό διατηρεί το χιούμορ του και δεν γίνεται μελοδραματικό. Ο μελοδραματισμός πάνω στην πραγματικότητα είναι ό,τι χειρότερο. τον βρίσκω ψυχολογικά επικίνδυνο, διότι κρύβει ένα είδος καταπιεσμένης επιθετικότητας, μεμψιμοιρίας και ναρκισσιστικής αίσθησης – ότι είσαι κάτι μικρό και πολύτιμο. Πρόκειται για μια κατάσταση ακριβώς αντίθετη από τη θαρραλέα αντιμετώπιση των πραγμάτων, που σε οδηγεί τελικά στη δράση.
Γιατί επιλέγεις για δεύτερη φορά να έχεις στο κέντρο της αφήγησής σου μια γυναίκα;
Μου αρέσουν οι γυναικείοι χαρακτήρες, μπορώ να τους γράψω πιο εύκολα. Συγκεκριμένα στην «Έκρηξη» ήθελα πολύ συνειδητά να κάνω μια φεμινιστική ταινία, διότι κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά επείγον να γίνουν φεμινιστικές ταινίες σε μια εποχή που οι νταήδες είναι πολύ της μόδας. Οι σκηνές σεξ είναι πολύ ρεαλιστικές και αυτό δεν είναι κάτι που βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες...
Υπάρχουν διάφοροι δραματουργικοί τρόποι για να πεις μια ερωτική ιστορία. Αυτό που με ενδιέφερε και δουλέψαμε πολύ με τον Βασίλη Δογάνη και την Αγγελική Παπούλια ήταν να πούμε όλη την ιστορία του ζευγαριού μέσα από ερωτικές σκηνές. Έτσι δημιουργείς κατά κάποιον τρόπο στον θεατή μια οικειότητα με τους χαρακτήρες. Οι σκηνές σεξ δίνουν πολύ περισσότερα πράγματα στο κοινό από μια σειρά διαλογικών σεκάνς.
Ο ρόλος της Αγγελικής Παπούλια στην ταινία μοιάζει κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της. Πότε έγινε η επιλογή της;
Μόλις τελειώσαμε το σενάριο, μίλησα απευθείας με την Αγγελική, με την οποία γνωριζόμαστε εδώ και χρόνια. Η επιλογή έγινε δηλαδή χωρίς καμία περαιτέρω συζήτηση. Είμαι απίστευτα χαρούμενος που δουλέψαμε μαζί στην «Έκρηξη». Είναι ένας από τους πιο θαρραλέους και συναρπαστικούς ανθρώπους που ξέρω.
Και στις δύο ταινίες σου είναι έντονη η παρουσία της βίας...
Η πιο δύσκολη ερώτηση που μου έχουν κάνει σε φεστιβαλικό Q&A, μετά την προβολή της «Χώρας Προέλευσης», είναι αν είμαι υπέρ της βίας... Το να πεις ότι είσαι υπέρ της βίας είναι ανόητο και ανεύθυνο. Μιλάς για κάτι που είναι απόλυτα τρομακτικό αν το υποστείς. Από την άλλη, πιστεύω ότι η βία έχει μια δύναμη μεταφυσική. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι ένα πράγμα μόνο καλό ή μόνο κακό. είναι κάτι που βρίσκεται εκεί. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές εξωθώ τους χαρακτήρες των ταινιών μου να ασκήσουν βία χωρίς να κρίνω τις πράξεις τους.
Στην ταινία σου, βέβαια, ο θεατής μπορεί να δικαιολογήσει περισσότερο τη βία που προέρχεται από την τολμηρή Μαρία παρά από τον χρυσαυγίτη γαμπρό της, τον οποίο ερμηνεύει ο Μάκης Παπαδημητρίου.
Μια και ανάφερες το συγκεκριμένο ζήτημα, να πω πως θεωρώ απόλυτη ντροπή το ότι υπάρχει ένα ναζιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Και αυτό έχει τεράστιο αντίκτυπο και στο εξωτερικό. Για μένα το πιο φοβερό, βέβαια, είναι αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα για χρόνια: μεγαλώσαμε σε σπίτια που ήταν γεμάτα αντισημίτες, νταήδες του καφενείου, άντρες και γυναίκες που έβλεπαν ομοφυλόφιλους κι έφτυναν... Αυτές οι συμπεριφορές για μια σειρά από λόγους ημι-νομιμοποιήθηκαν από μια επίσημη πολιτική άποψη. Το ζήτημα εντέλει είναι ποιοι είναι αυτοί οι 440.000 άνθρωποι που τους ψήφισαν, όπως και άλλοι τόσοι που θα μπορούσαν να τους είχαν ψηφίσει...