Ο Έλληνας σκηνοθέτης που ζει κι εργάζεται στη Γερμανία παρουσιάζει την πρώτη αμιγώς ελληνική ταινία του, το πολυεπίπεδο δράμα «Στο Σπίτι», που βραβεύτηκε στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Η ταινία έχει γυριστεί σχεδόν ολόκληρη στο φως της ημέρας. Γιατί επέλεξες αυτό το ηλιόλουστο φόντο;
Για την αντίστιξη. Ήθελα να δείξω κάτι που είναι βίαιο με έναν προφανή τρόπο, χωρίς να το βάλω στο σκοτάδι. Δείχνω τα πράγματα που δεν βλέπει ή δεν θέλει να δει η πρωταγωνίστρια, η Νάντια, ενώ η τελευταία σκηνή, όταν όλα γίνονται ξεκάθαρα για την ίδια, είναι και η μοναδική νυχτερινή.
Είναι μια ταινία που θα μπορούσε πάρα πολύ εύκολα να γυρίσει σε μελόδραμα, ενώ εσύ επιλέγεις μια πιο ψυχρή ματιά.
Αν δεις λιγάκι την ιστορία από μια απόσταση, έχει να κάνει με μια γυναίκα που είναι άρρωστη και την αδικούν, ενώ σχεδόν ολόκληρη η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σπίτι. Όλα αυτά αποτελούν βασικά στοιχεία ενός μελοδράματος. Αυτό που ήθελα ήταν να τα χρησιμοποιήσω και να βρω το δρόμο μου σε αυτό το κινηματογραφικό είδος. Προσπάθησα να απελευθερώσω το φιλμ από πράγματα που θεωρώ ότι το βαραίνουν, όπως η πολλή μουσική, το εύκολο συναίσθημα και τα κοντινά πλάνα που οδηγούν τον θεατή σε πολύ συγκεκριμένες αντιδράσεις. Ήταν από την αρχή συνειδητή η απόφασή μου να πω μια μελοδραματική ιστορία με στεγνό και διαυγή τρόπο.
Ζεις απ’ ό,τι ξέρω εδώ και χρόνια στη Γερμανία κι εργάζεσαι εκεί. Έχεις δηλαδή το προτέρημα να βλέπεις τα πράγματα στην πατρίδα σου με μια πιο μακρινή και ψύχραιμη ματιά...
Στο Βερολίνο ζω από το 1997, αλλά είμαι μακριά από τη χώρα από το 1988. Έφυγα για σπουδές και ήρθαν έτσι τα πράγματα που περίπου τα τελευταία 25 χρόνια μένω στο εξωτερικό. Ίσως λοιπόν είναι έτσι, δεν το είχα σκεφτεί. Με ενδιαφέρει όμως και η ίδια η απόσταση ως έννοια. Στη δουλειά μου χρησιμοποιώ πολύ τις αντιθέσεις. Θέλω να είμαι κοντά στα πράγματα που συμβαίνουν, αλλά την ίδια στιγμή να κρατώ και μια απόσταση, έτσι ώστε ο θεατής να μην είναι αναγκασμένος να μπαίνει με το ζόρι σε κάποια συναισθήματα. Επίσης, έχω και μια φωτογραφική αισθητική επειδή υπήρξα για πάρα πολλά χρόνια φωτογράφος.
Τα αφεντικά της Νάντιας δείχνουν προοδευτικά. Όταν παρουσιάζεται όμως η ανάγκη να βοηθήσουν την υπάλληλό τους, τότε τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά...
Το πιο εύκολο θα ήταν να δείξεις μια αστική τάξη που είναι σκληρή και κακιά χαράσσοντας ευδιάκριτες γραμμές κι εγώ δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Τα αφεντικά της Νάντιας φαίνονται καλά, μιλάνε στον ενικό με τον εργαζόμενό τους, κάθονται στο ίδιο τραπέζι και μοιάζουν με φίλους, αλλά όταν πάνε στο πάρτι των γειτόνων, η Νάντια πρέπει να είναι στην κουζίνα και να σερβίρει. Τότε είναι ξεκάθαροι οι ρόλοι.
Ο κυνισμός που βλέπουμε στις αποφάσεις αυτής της οικογένειας ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα; Είναι το χρήμα αυτό που καθορίζει τις επιλογές πλέον;
Μιλάμε τόσα χρόνια για την οικονομία, αλλά αυτή η κρίση είναι επίσης αξιών κι επιλογών – αγγίζει πολλά διαφορετικά πράγματα. Η έλλειψη χρημάτων υποδαυλίζει όλο αυτό το πράγμα που υπήρχε τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Έχουμε πρόβλημα με τη μόρφωση, τις αξίες, τις ιδέες και η οικονομική δυσπραγία ήρθε και τα φούντωσε όλα αυτά. Το βλέπουμε και σε άλλες χώρες. όπου υπάρχουν κρίση και ανέχεια οι άνθρωποι στρέφονται στα δεξιά, όπως στην Ουγγαρία.
Περισσότερες πληροφορίες
Στο Σπίτι
Η Νάντια, μια 45άρα γυναίκα από τη Γεωργία, εργάζεται ως οικιακή βοηθός εδώ και 12 χρόνια για μια νεόπλουτη ελληνική οικογένεια. Η μεταξύ τους σχέση, όμως, θα αλλάξει όταν η υγεία της κλονιστεί από μια σοβαρή νευρολογική ασθένεια, ενώ τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας γίνονται ασφυκτικά.