Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης του «Βαλς με τον Μπασίρ» συναντά τον συγγραφέα του «Σολάρις» κι εξηγεί στον Χρήστο Μήτση πώς συνδύασε animation και live action, πραγματικότητα, φαντασία και κινηματογραφικές αναφορές στην καινούργια, φιλόδοξη ταινία του «Πέρα Από το Όνειρο».
Πώς δημιουργήθηκε η ιδέα της μεταφοράς του μυθιστορήματος «The futurological congress» του Στάνισλαβ Λεμ;
Διάβασα το βιβλίο όταν ήμουν 16 χρόνων, μαθητής στο σχολείο. Δεν είχα φυσικά καμιά πρόθεση να το κάνω ταινία, αλλά μετά την κοπιαστική περιπέτεια του «Βαλς με τον Μπασίρ» ήθελα να απομακρυνθώ από τις αυτοβιογραφικές ιστορίες. Όταν ο «…Μπασίρ» ήταν στις Κάνες, συνάντησα ένα πρωί στην Κρουαζέτ μια παλιά ντίβα της δεκαετίας του ’70, η οποία περπατούσε μέσα στον κόσμο και κανείς δεν την αναγνώριζε. Η εικόνα μού έφερε στο νου το βιβλίο κι έτσι ξεκίνησα το γράψιμο του σεναρίου. Τελικά μου πήρε πέντε χρόνια για να ολοκληρώσω την ταινία.
Στον Λεμ ο ήρωας είναι ένας διαστημικός ταξιδιώτης. Η ηρωίδα στην ταινία όμως είναι ηθοποιός και ο χαρακτήρας της προσαρμοσμένος στην πρωταγωνίστρια Ρόμπιν Ράιτ.
Η ιδέα του συνεδρίου και πολλά απ’ όσα εξελίσσονται εκεί είναι αρκετά πιστά στο βιβλίο (σχεδόν όλο το animation κομμάτι του φιλμ), τα υπόλοιπα όμως είναι πρωτότυπα και αφορούν την ηθοποιό Ρόμπιν Ράιτ σε ένα φανταστικό, αλλά άμεσο μέλλον. Ήθελα η πρωταγωνίστρια να έχει σχέση με τον κόσμο του σινεμά, διότι η ταινία αφορά την ψευδαίσθηση, μαζική και προσωπική. Έτσι, αφού η Ρόμπιν δέχτηκε να συμμετάσχει, έκανα μια συμφωνία μαζί της: να στηριχτώ σε αληθινά γεγονότα, όπως η φιλμογραφία της και κάποια βιογραφικά στοιχεία, αλλά να αναπτύξω τον ρόλο ελεύθερα. Κι εκείνη κατάλαβε πως θα υποδυόταν τη Ρόμπιν Ράιτ ηθοποιό, όχι τον εαυτό της, κάτι το οποίο βρήκε ερμηνευτικά προκλητικό, αφού δεν άλλαξε λέξη από το σενάριο.
Ο κυνικός παραγωγός του στούντιο Miramount δεν είναι σαφής αναφορά στον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν;
Όλοι το σκέφτονται αυτό, αλλά να σας πω την αλήθεια δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο μεγαλοπαραγωγό στο νου μου όταν έγραφα τον ρόλο. Είμαι μακριά από το Χόλιγουντ κι έχω την πολυτέλεια να φανταστώ το γραφείο ενός διευθυντή στούντιο και αυτόν τον ίδιο όπως ταιριάζουν στην ταινία. Αυτή, άλλωστε, είναι μια κατασκευή, μια φαντασία που αναφέρεται σε έναν κόσμο μυθοπλαστικό. Δεν χρειάζεται να αντιγράφουμε κάθε φορά την πραγματικότητα.
Η ταινία επιτίθεται μετωπικά στη χολιγουντιανή νοοτροπία. Εσείς θα μπορούσατε να δουλέψετε για ένα μεγάλο αμερικανικό στούντιο;
Το φιλμ επιχειρεί μια κριτική πέρα από το Χόλιγουντ. Έχει να κάνει με το αμερικανικό όνειρο, την κυρίαρχη κουλτούρα της διασημότητας και τη celebrity μανία που έχει καταλάβει τους πάντες. Γιατί τι διαλέγουν όλοι να γίνουν στο συνέδριο με το «μαγικό» χάπι; Διασημότητες. Κανείς δεν επιλέγει να γίνει ένας Ιταλός ψαράς με πέντε παιδιά ο οποίος ζει ήρεμα τη ζωή του. Τώρα, όσον αφορά εμένα και το Χόλιγουντ… Ποτέ μη λες ποτέ. Εξαρτάται πάντα από την επόμενη ταινία, η οποία σε μια πρώτη σκέψη δεν θα ήθελα να έχει σχέση πάλι με animation.
Εδώ η σχεδιαστική τεχνική είναι διαφορετική από εκείνη του «Βαλς με τον Μπασίρ».
Art director είναι και πάλι ο Ντέιβιντ Πολόνσκι, με τον οποίο συμφωνήσαμε να μην αντιγράψουμε τον εαυτό μας, αλλά να κινηθούμε σε ένα πιο ψυχεδελικό animation σύμπαν. Καταλήξαμε στο στιλ των αδερφών Φλάισερ, σπουδαίων δημιουργών της δεκαετίας του ’30, σχεδιαστών του Ποπάι, της Μπέτι Μπουπ και του πρώτου Σούπερμαν. Φυσικά, πρώτα γυρίσαμε τις περισσότερες σχετικές σκηνές με τους ηθοποιούς και κατόπιν έγιναν η ψηφιακή επεξεργασία και η μετατροπή σε κινούμενο σχέδιο. Ένα σχέδιο που έπρεπε να δένει αισθητικά με το live action κομμάτι της ταινίας, αν και αφορά δύο διαφορετικούς κόσμους. Νόμισα πως θα ήταν πολύ πιο εύκολο από τον «…Μπασίρ», αλλά διαψεύστηκα.