
Πέντε χρόνια μετά το «Whithout», το οποίο απέσπασε 7 Κρατικά Βραβεία, αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες (!), ο Αλέξανδρος Αβρανάς επανήλθε με τη «Miss Violence» κατευθείαν στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ο Χρήστος Μήτσης μιλάει μαζί του για το σκοτεινό, προκλητικό οικογενειακό δράμα του, το οποίο επέστρεψε από το Λίντο με τα βραβεία σκηνοθεσίας και αντρικού ρόλου και θα αναδειχτεί σε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες ταινίας της σεζόν.

Tελείωσες τη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Πόσο έχουν επηρεάσει αυτές οι σπουδές το σκηνοθετικό σου στιλ;
Πιστεύω πως αυτό που ενώνει όλες τις τέχνες είναι το σχέδιο. Το σχέδιο με την έννοια του ρυθμού, του μέτρου και της αρμονίας. Της αισθητικής δηλαδή. Δεν μιλάω για την απλή φόρμα, αλλά γι’ αυτό που αποτελεί κοινό άξονα σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση. Από εκεί και πέρα, έχει να κάνει με το αν θα χρησιμοποιήσεις κάρβουνο, νότες ή κάμερα – γεγονός που είναι δευτερεύον. Η Καλών Τεχνών, λοιπόν, μου έμαθε σχέδιο, μια συγκροτημένη άποψη δηλαδή για να εκφραστώ καλλιτεχνικά. Ασχολήθηκα με τη γλυπτική, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως πρόκειται για μια παλιά και ξεπερασμένη γλώσσα. Η εποχή μας είναι πολυσύνθετη και το σινεμά είναι ένας πολύ πιο μοντέρνος τρόπος για να εκφραστείς και να επικοινωνήσεις. Όχι ο μοναδικός, φυσικά. Έτσι η πτυχιακή στη σχολή μου ήταν μια σειρά από ταινίες, ενώ παράλληλα σπούδασα και πειραματικό κινηματογράφο. Πώς κι επέστρεψες στην Ελλάδα; Με έφερε πίσω ο στρατός, καθώς θα έπρεπε να επιστρέψω τα λεφτά της υποτροφίας αν δεν υπηρετούσα. Μετά ήρθε το «Whithout», που κανονικά θα έπρεπε να το είχα γυρίσει στη Γερμανία. Και αυτό γιατί το είχα διαφορετικά στο μυαλό μου, και μια σειρά από προβλήματα με ανάγκασαν να καταφύγω σε ένα υπερστιλιζάρισμα. Από το να πέσω σε έναν ψεύτικο νατουραλισμό, προτίμησα δηλαδή να φτιάξω μια ωραία μπομπονιέρα, διότι άλλη επιλογή δεν υπήρχε.

Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι το «Miss Violence»…
Ανέβασα μια θεατρική παράσταση στο «Bios», έγραψα πολλά σενάρια και γύρισα ένα ημίωρο ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ που αφορούσε τους μετανάστες –στην πραγματικότητα ένα mokumentary, καθώς ο ήρωας ήταν ηθοποιός–, για το οποίο υπήρξαν κάποιες διαμαρτυρίες, διότι υπήρχαν πλάνα όπου αστυνομικοί και χρυσαυγίτες τα λέγανε σαν καλοί φίλοι. Τελικά τον Μάρτιο του 2010 κάθισα και μέσα σε τρεις ημέρες έγραψα το «Miss Violence». Η ιδέα προήλθε από μια πραγματική ιστορία που συνέβη στη Γερμανία και είχε προβληθεί από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δυο-τρεις μήνες νωρίτερα. Ήταν σοκαριστικό κι ένιωσα πως έπρεπε να γίνει κάτι με αυτό. Από εκεί και πέρα, δουλέψαμε με τον Κώστα Περούλη για ένα χρόνο κάνοντας έρευνα, συζητώντας, προσθέτοντας και αφαιρώντας πράγματα.
Και η προετοιμασία πήρε πολύ καιρό;
Αφού διάλεξα τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους –τον Θέμη Πάνου ως πατέρα, τη Ρένη Πιττακή ως μάνα και την Ελένη Ρουσσινού ως κόρη–, τους οποίους ήθελα να ερμηνεύουν θεατρικοί ηθοποιοί, κάναμε συζητήσεις και πρόβες για σχεδόν άλλον ένα χρόνο. Πολλοί διάλογοι άλλαξαν για να είναι πιο φυσικοί επάνω τους, έβαλαν κι εκείνοι δικά τους στοιχεία…
Με τα παιδιά;
Η απόφαση ήταν να είμαστε μαζί τους ειλικρινείς από την αρχή. Να τους πούμε όλη την αλήθεια και σε αυτό συμφώνησαν και οι γονείς τους. Οι τελευταίοι ήταν πολλοί υποστηρικτικοί, με εμπιστεύτηκαν απόλυτα.
Στην ταινία η βία κυρίως υπονοείται, παρά προβάλλεται. Υπάρχει όμως προς το τέλος μια σκηνή η οποία είναι πολύ άγρια…
Είναι η ώρα να δούμε αυτό για το οποίο μιλάμε. Το πρόσωπο του τέρατος. Αν και είμαι σκηνοθέτης που μου αρέσει να δουλεύω αφαιρετικά, να βγάζω ένταση από το ανείπωτο, κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους. Και να δείχνονται ξεκάθαρα επίσης. Σκέψου ότι η σκηνή στο σενάριο ήταν πολύ πιο σκληρή, στα όρια του πορνό. Ήταν σχεδιασμένη για 17 πλάνα, τελικά όμως άλλαξε το ντεκουπάζ και πήγε μόνο με ένα πλάνο. Βγήκε σε τρεις λήψεις κι ενώ κρατάει συνολικά τέσσερα λεπτά, στην οθόνη είναι δυόμισι.
Πώς έχουν αντιδράσει μέχρι τώρα οι θεατές; Αντέχουν;
Στη Βενετία και στο Τορόντο, συνολικά σε πέντε-έξι προβολές, φάνηκε πως συμμετείχαν απόλυτα. Φεύγουν ελάχιστοι, σχεδόν πάντα δύο και πάντα σε μια συγκεκριμένη σκηνή! (γέλια)
Αυτή που μόλις αναφέραμε;
Όχι, εκείνη με το κοριτσάκι που ακολουθεί λίγο μετά. Είναι και αυτή άγρια με το δικό της τρόπο. Στην πλειονότητά του, πάντως, το κοινό καταλαβαίνει πως είναι μια ταινία που το αφορά. Του λέει μια ρεαλιστική ιστορία και του μιλάει για πράγματα τα οποία ξέρει πως υπάρχουν κρυμμένα στη διπλανή πόρτα. Όχι ακριβώς όπως στην ιστορία που βλέπουμε, αλλά σαν μια διάχυτη βία που ξεκινά από την οικογένεια και γίνεται ψυχολογική, λεκτική, κοινωνική...
Αυτή είναι μια θεματική που χαρακτηρίζει έντονα το «νέο ελληνικό κύμα». Αισθάνεσαι κομμάτι του;
Αν και νομίζω πως αυτό είναι περισσότερο μια ταμπέλα των δημοσιογράφων, όταν κάνεις σινεμά στον ίδιο τόπο –και πατώντας σε κοινά ερεθίσματα– σίγουρα θα υπάρχουν και κοινά στοιχεία. Όμως νομίζω πως η δική μου ταινία αφενός δεν έχει την έντονη ελληνική ταμπέλα, καθώς απέφυγα να δείξω ξεκάθαρα πως η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα, και αφετέρου είναι πιο ρεαλιστική απ’ ό,τι οι στιλιζαρισμένες αλληγορίες που κυρίως χαρακτηρίζουν το αποκαλούμενο «νέο ελληνικό κύμα».
Κι εδώ είναι αρκετά έντονο το στιλιζάρισμα…
Οι ξένοι δεν το βλέπουν έτσι. Έχει ενδιαφέρον αυτό. Έγραψαν πως πρόκειται για ένα ρεαλιστικό δράμα. Ίσως σε εμάς φαίνεται στιλιζαρισμένο, διότι η πραγματικότητά μας είναι τόσο άσχημη, τόσο… νατουραλιστική.
Αυτό το οποίο υπάρχει σίγουρα στην ταινία είναι μια σκοτεινιά, μια έντονη δραματικότητα. Η πρώτη σκηνή ωστόσο εξελίσσεται σε διαφορετικό ύφος, πιο χαλαρό και ειρωνικό. Από εκεί και μετά σοβαρεύει απόλυτα.
Πώς μπορείς να μιλήσεις για το πένθος και να μην είσαι σοβαρός; Γενικότερα πιστεύω πως οι αληθινές ταινίες δεν μπορούν να μην είναι σκληρές. Όσον αφορά την πρώτη σκηνή, τώρα, εξελίσσεται πριν από την αυτοκτονία του κοριτσιού και είναι η τελευταία φορά που βλέπουμε την οικογένεια «ευτυχισμένη». Υπάρχει κάτι το παράξενο, κάτι που δεν ταιριάζει ακριβώς στην ατμόσφαιρα, αλλά η βιτρίνα είναι τακτοποιημένη. Μετά την αυτοκτονία όλα αρχίζουν να αλλάζουν.
Έφερε η φεστιβαλική επιτυχία της ταινίας προτάσεις για ταινίες στο εξωτερικό;
Σε χρόνο-ρεκόρ ήρθαν ιδέες για σχέδια, έτοιμα σενάρια, ό,τι μπορείς να φανταστείς… Να σου πω όμως. Αν και είναι ιδιαίτερα κουραστικό να κυνηγάει κάποιος τα χρήματα, θα ήθελα να κάνω σινεμά εδώ. Μια καλή ιδέα βέβαια, απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν μπορείς να την απορρίψεις εύκολα. Είναι και το ότι δυσκολεύομαι πολύ να γράψω σενάρια που να μου αρέσουν, οπότε προτιμώ να βρω κάτι καλό έτοιμο! (γέλια) Αν έρθει από το εξωτερικό, ας είναι. Θα προτιμούσα όμως κάτι ελληνικό, διότι πιστεύω πως αυτήν τη στιγμή έχει επιπλέον μία σημασία να μείνουμε εδώ και να το παλέψουμε.