Καθώς η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες της (7/6), ο επίτροπος της Ελλάδας Γιάννης Αίσωπος «ξενάγησε» την Ιωάννα Γκομούζα στην ελληνική συμμετοχή, η οποία εστιάζει στα τοπία τουρισμού.
Από την άλλη άκρη της σύνδεσης μέσω Skype, ο καθηγητής Γιάννης Αίσωπος εμφανίζεται χαμογελαστός και φρέσκος παρά το πρωινό μας ραντεβού και τις πυρετώδεις ετοιμασίες του ελληνικού περιπτέρου για τη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τη σημαντικότερη στο είδος της διοργάνωση, η οποία φέτος –υπό την επιμέλεια του Ρεμ Κούλχας– θα στρέψει το βλέμμα της στα θεμελιώδη της αρχιτεκτονικής και στην αφομοίωση της νεωτερικότητας κατά τον τελευταίο αιώνα («Fundamentals - Absorbing Modernity 1914-2014»). Η ελληνική συμμετοχή εστιάζει στα τοπία τουρισμού.
Ποια ήταν η ιδέα πίσω από αυτήν την επιλογή;
«Στην έκθεση “Tourism landscapes: Remaking Greece” εξετάζουμε πώς ο τουρισμός λειτούργησε ως εργαλείο εκμοντερνισμού της χώρας και διαρκούς αναδιαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Ο μύθος της σύγχρονης Ελλάδας βασίστηκε στο δίπολο “Ιστορία και τοπίο”. Ο τίτλος “Τοπία τουρισμού” θέλει να τονίσει τη σημασία του τοπίου στη διαμόρφωση του τουρισμού αλλά και να διευρύνει τη θεματική, εντάσσοντας σε αυτήν την έρευνα και δημιουργίες που δεν είναι καθαρά αρχιτεκτονικές και δεν ανήκουν στο στενό πυρήνα του τουρισμού».
«Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η κατεστραμμένη από τους πολέμους Ελλάδα θέλει να παρουσιαστεί ως συμμετέχουσα σε μια ανασυγκρότηση της Ευρώπης. Ενσωματώνει λοιπόν τις αρχές του μοντέρνου κινήματος για να παρουσιάσει ένα νέο, προοδευτικό πρόσωπο. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η στροφή προς τη μετα-νεωτερικότητα και η διεθνής ανάπτυξη του τομέα προστασίας κτιρίων οδήγησαν στην επιβολή κανόνων που περιόρισαν τη σχεδιαστική ελευθερία. Επιπλέον, όσο διευρύνεται ο τουρισμός τόσο περισσότερο οι τουρίστες αναζητούν το τοπικό. Αυτά τα στοιχεία περιγράφουν το μετασχηματισμό από μια μοντέρνα σε μια πιο τοπική ταυτότητα. Τώρα πια, στην εποχή της κρίσης, καλούμαστε να επαναδιατυπώσουμε την ταυτότητά μας».
«Ποια η “συμβολή” της κρίσης στα τοπία τουρισμού; Ενδεχομένως δείχνει μια κατεύθυνση προς μια διαφορετική σχέση με τον τόπο: το τοπικό ερμηνεύεται με πιο ειλικρινή προσέγγιση, το ζήτημα της σχέσης με τη φύση αρχίζει να είναι σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού. Επίσης το θέμα της αναζήτησης του λιγότερου και όχι του περισσότερου: πηγαίνοντας διακοπές, δεν είναι απαραίτητο να έχεις κι εσωτερική πισίνα, κι εξωτερική, και υδρομασάζ. Νομίζω ότι αυτά τα στοιχεία θα τίθενται στο σχεδιασμό των τοπίων τουρισμού συνυπάρχοντας με τα χαρακτηριστικά της εποχής που πέρασε, του lifestyle, και θα αρχίσει να παρουσιάζεται μια νέα κατάσταση, η οποία προϋποθέτει μια νέα πνευματική προσέγγιση του τι αναζητάς στις διακοπές».
«Η έκθεση οργανώνεται σε δύο τμήματα. Το αρχειακό παρουσιάζει την αρχιτεκτονική παραγωγή τοπίων τουρισμού, δίνοντας έμφαση στη σχέση των κτιρίων με το φυσικό περιβάλλον τους. Στο κέντρο του περιπτέρου τοποθετούνται (σε μακέτες) οι σχεδιαστικές προτάσεις, ειδικά για την Μπιενάλε, μιας τουριστικής κατοίκησης στη μετά την κρίση εποχή από δεκαπέντε γραφεία, ελληνικά και ξένα. Σε αυτήν την εποχή οι προτεραιότητες και οι αξίες έχουν αλλάξει, άρα καλούνται οι αρχιτέκτονες να ξανασκεφτούν σημαντικά ζητήματα, όπως το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, οι περιορισμένοι οικονομικοί και φυσικοί πόροι, η αναζήτηση του λιγότερου ως μια πνευματική πράξη».
«Οι προτάσεις των αρχιτεκτόνων της έκθεσης δείχνουν τα εξής στοιχεία: προκρίνουν την επαναχρησιμοποίηση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος με διαφοροποιημένη λογική. Αμφισβητούνται στερεότυπα της τουριστικής κατοίκησης, όπως η σημασία της θέας. Μια άλλη κυρίαρχη θεματική έχει να κάνει με την απλότητα των κατασκευών – δεν υπάρχει η εκζήτηση της δεκαετίας του 2000. Οι προτάσεις είναι πιο λιτές, τα υλικά πιο βασικά και ο τουρίστας καλείται να ζήσει σε πιο άμεση σχέση με τη γη. Κάποιοι αμφισβητούν την ανάγκη διαρκούς σύνδεσης με την τεχνολογία, τα δίκτυα και την πληροφορία».
«Νομίζω ότι η υπερβολική τουριστική ανάπτυξη θα οδηγήσει στην καταστροφή. Το παράδειγμα της Ισπανίας είναι χαρακτηριστικό. Θα πρέπει να σκεφτούμε ένα δρόμο περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένο, να αναζητήσουμε πιο ποιοτικό τουρισμό και όχι αυτήν τη μάζα τουριστών οι οποίοι καταναλώνουν απερίσκεπτα χωρίς να ενδιαφέρονται πραγματικά για τον τόπο ή για οτιδήποτε άλλο».