Κόντρα στο ρεύμα της ανδροκρατούμενης εννοιολογικής σκηνής των ’70s στη χώρα της, η ιστορική πλέον Γαλλίδα καλλιτέχνις έδωσε έμφαση στο οικείο, το αποσπασματικό και το χειροποίητο ενσωματώνοντας οικιακές πρακτικές συνδεδεμένες με το γυναικείο φύλο. Τη συναντήσαμε στην έκθεσή της στην Bernier/Eliades, όπου παράλληλα με τις νέες δουλειές της κάνει φλας μπακ σε σημαντικές στιγμές του έργου της.
«Ξεκινώντας την καριέρα μου ήθελα να εξερευνήσω μέσα από το έργο μου την ταυτότητά μου, το ότι π.χ. ήμουν φτωχή και γυναίκα. Έτσι προέκυψαν διάφορες σειρές έργων με αντικείμενο τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού μου: τη Messager συλλέκτρια, τη Messager καλλιτέχνιδα, τη Messager πρακτική γυναίκα… Στη Γαλλία των ’70s, οπότε και κυριαρχούσαν η εννοιολογική τέχνη και η αντρική ματιά, το να γίνει δεκτό ένα τέτοιο είδος δουλειάς ήταν πολύ δύσκολο. Ξεκίνησα με μικρές λεπτομέρειες, φωτογραφίες και ακουαρέλες. Έφτιαξα τον “Άντρα που αγαπώ”, τον “Άντρα που δεν αγαπώ”, φωτογράφιζα τους φίλους μου», μου λέει με αφορμή το έργο «Γάντια-Γκριμάτσες (Gants Grimaces)», στο οποίο χρησιμοποιεί μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από γκριμάτσες παιδιών, βαλμένες σε μικρές διάφανες τσέπες πάνω σε πολύχρωμα γάντια.
«Οι λέξεις είχαν πάντα ιδιαίτερη σημασία για μένα. Οι λέξεις δεν είναι μόνο το νόημά τους, αλλά και η εικόνα, ο ήχος τους», μου λέει σταματώντας μπροστά στα έργα «Spaaasm» και «Jalousie/Love», όπου έχει σχηματίσει τις συγκεκριμένες λέξεις χρησιμοποιώντας μαύρο δίχτυ. «Το κείμενο του Roland Bartes “Fragments d’un discours amoureux” υπήρξε σημείο αναφοράς για μένα, ως προς το νόημα που προκύπτει από την αποσπασματικότητα. Πώς λέμε συνήθως σε κάποιον: μου αρέσουν τα μάτια ή το χαμόγελό σου και όχι το σώμα σου γενικά… Σε παλιότερα κεντήματά μου είχα πειραματιστεί αρκετά και με τις παροιμίες που αφορούν τις γυναίκες. Υπάρχουν ορισμένα τόσο προσβλητικά τσιτάτα της καθολικής εκκλησίας για τις γυναίκες, που αν τα έλεγες για τους Εβραίους λ.χ., θα έμπαινες στη φυλακή».
Ως προς τις αναφορές στους σουρεαλιστές που είναι αναγνωρίσιμες στα έργα της, συμφωνεί και προσθέτει ακόμη τον ντανταϊσμό, τις ταινίες του Χίτσκοκ και τα γκρο πλαν του.
Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα η αμφισημία και η αντιστροφή των καθιερωμένων εικόνων. Ένα μολύβι ταυτισμένο με παιδικές ζωγραφιές στα γλυπτά της μπορεί να γίνει απειλητικό, κοφτερό σαν μαχαίρι (όπως και τα γάντια στη «Φλεγόμενη Βάτο»/«Le Buisson Ardente» ή οι κάλτσες στο «Faire Parade»/«Παρέλαση»). Θέλει να αναδείξει τόσο τη σκληρότητα όσο και το χιούμορ που μπορεί να εμπεριέχουν αντικείμενα όπως αυτά. «Η έννοια του σπιτιού, του οικείου είναι σημαντική για μένα, γι’ αυτό και ανέκαθεν χρησιμοποιούσα υλικά που βρίσκεις σε αυτό: βιβλία, ξυλομπογιές, υφάσματα, κάλτσες, δίχτυα, είδη ραψίματος, αποκόμματα εφημερίδων».
Όταν ξέρω ακριβώς τι θέλω να κάνω ξεκινώντας ένα έργο, παύει να με ενδιαφέρει. Η δουλειά μου είναι για μένα ένα ταξίδι. Ο Γκιούλιβερ, ο Πινόκιο είναι ήρωες που διαρκώς με εμπνέουν. Στην τελευταία μου έκθεση, ενώ σκεφτόμουν την εγκατάσταση επί έξι μήνες, όταν την είδα στημένη μου φάνηκε απαίσια και την άλλαξα εντελώς. Μου αρέσει να με εκπλήσσουν τα υλικά».
«Ο κόσμος της τέχνης έχει αλλάξει τόσο από τότε που ξεκίνησα εγώ. Το βρίσκω πολύ υπερβολικό όλο αυτό με τις φουάρ ανά τον κόσμο. Δεν θα ήθελα να είμαι νέος καλλιτέχνης που ξεκινά τώρα. Υπάρχουν τόση πίεση και τόση πληροφορία τριγύρω, που είναι δύσκολο να βρεις τον εαυτό σου».